Πέμπτη 29 Ιανουαρίου 2015

Ξόρκια ή Επωδές


Η λέξη επωδή προέρχεται από το ρήμα επάδω και σημαίνει τον ρυθμικό λόγο που απαγγέλλεται πάνω από έναν άρρωστο, με σκοπό να τον θεραπεύσει. Ήδη στον Όμηρο αναφέρεται ότι ζήτησαν να σταματήσουν το αίμα από την πληγή του Οδυσσέα με επωδή. Αλλά απαγγέλλεται και για την αποτροπή αρρώστιας ή και χαιρέκακα για την πρόκληση κακού σε άλλους, όπως και για την εξασφάλιση σοδειάς ή ερωτικών δεσμών. Η επωδή γενικότερα σημαίνει ό,τι και η λέξη ξόρκι. 

Τα ξόρκια όμως ή γητέματα ή επωδές είναι λαογραφικά κείμενα, που δεν στέκουν μόνα τους. Χρειάζονται παράλληλη ενέργεια (μαγική ή θεραπευτική) και ειδικά αντικείμενα (αγιωτικά κ.α.), που θα κινηθούν πάνω από τον άρρωστο. Για να απαγγελθούν γενικά, χρειάζεται «άρρωστος», όπως χρειάζεται και ειδική γνώστρια των λόγων και των ενεργειών. 


Τα ξόρκια είναι είδος εθιμογλωσσικό, που κινείται ανάμεσα στην μαγεία, στην θεραπευτική, στην δεισιδαιμονία, και στην λατρεία. Τα κείμενα τους κατέχονται με αποκλειστικότητα από τις γνώστριες (ξορκίστρες), που δεν τα μεταδίδουν εύκολα. Πρέπει να πληρωθούν, έστω και συμβολικά, για να τα πουν, κι αν τα μεταδώσουν σε κάποιον, θα είναι ή τις μέρες της Λαμπρής ή μόνο πεθαίνοντας, κι αυτό σε έμπιστους, εκτός αν εκείνοι τους τα πρωτοπάρουν «κλεφτά».

Τα ξόρκια είναι έμμετρα ή πεζά. Και στις δύο περιπτώσεις παρουσιάζουν κάποιο ρυθμό (όπως στους ελεύθερους στίχους της νεότερης ποίησης), και τα λόγια τους είναι συνήθως επηρεασμένα από τα εκκλησιαστικά κείμενα αλλά και το Ευχολόγιο. Τα έμμετρα ξόρκια έχουν κάποτε και ομοιοκαταληξία. Τα πεζά δείχνουν επίσης κάποιο στιχουργικό χωρισμό, κι όλα μαζί χρησιμοποιούν στερεότυπες εισαγωγές. Είναι περίεργα τα λόγια και οι αφηγηματικές επινοήσεις που συνταιριάζονται με τα ξόρκια •άλλοτε γίνεται η έμμεση υπόδειξη της θεραπείας και άλλοτε διακρίνουμε μια ομοιοπαθητική αλληλεγγύη με αντίστοιχα παθήματα αγίων. 

Συνηθισμένη είναι η παρομοιωτική ευχή στα κείμενα των επωδών: 

Ὡς σκορπᾶ ὁ ἥλιος τὶς ἀχτίδες του, 
 ἡ θάλασσα τὰ κύματά της, 
 κι ὅπως σκορπᾶνε οἱ κότες ἀφ ' τὴν κούρνια τους, 
ἔτσι νὰ σκορπίζει κι ἀπὸ τοῦτον (τὸν ἄρρωστο) 
ὁ κίτρινος, ὁ σάλιαρης, ὁ ἐννιακέρης ( δηλ. ὁ ἴκτερος). 

Στο τέλος όλα στέλνονται στους έρημους και καταραμένους τόπους: 

-Νὰ πᾶν στὰ ὄρη, στὰ βουνὰ καὶ στ’ ἄκαρπα τὰ ξύλα 
‘κεῖ ποὺ κοκόρια δὲ λαλοῦν, 
ἀρνάκια δὲ βελάζουν, 
ἄνθρωπος δὲν κουβεντιάζει, 
ἄλογο δὲν χλιμιντράει, 
βόδι δὲν μουγκρίζει, 
σκυλὶ δὲν γαβγίζει…! 

Τα ξόρκια είναι πολλά, όσες και οι μικροενοχλήσεις, που πειράζουν ή φοβίζουν τον άνθρωπο (πονοκέφαλοι, εξανθήματα, δάγκωμα, βασκανία, κ.α.). Αλλά και για τα ζώα τους οι κτηνοτρόφοι καταφεύγουν στα ξόρκια, και για τα δέντρα τους οι γεωργοί.


Υπάρχουν όμως και ξόρκια για τα βλαβερά ζώα ή τα επίφοβα όπως τα μερμήγκια, οι ποντικοί, τα φίδια, η αλεπού και ο λύκος. 

 - Κάμπιες καὶ σκαθάρια, 
νὰ πᾶτε στ’ ἄγρια βουνά, 
νὰ φᾶτε πέτρες καὶ λιθάρια! 

και: 
 - Τί δένεις; 
- Δένω τοῦ λύκου τὸ στόμα. 
 ( Μαγικοδιαλογική ενέργεια, για τα πρόβατα). 

Για να χωρίσουμε τα ξόρκια σε κατηγορίες, δεν θα στηριχτούμε στις αρρώστιες, γιατί το ίδιο ξόρκι μπορεί να λέγεται για περισσότερες, αλλά στα ίδια κείμενα, με το περιεχόμενο και την διατύπωσή τους. Μπορούμε να τα διαιρέσουμε σε μαγικοθεραπευτικά (που χρησιμοποιούν πρόσωπα και φράσεις της χριστιανικής θρησκείας), και σε μαγικοφυσικά (που είναι φυσιοκρατικά και ειδωλολατρικά). 

Οι υποδιαιρέσεις τους είναι:

 I. Μαγικοθρησκευτικά: 
 i. Ευχετικά (Ἅγιοι Ἀνάργυροι, πρῶτοι γιατροὶ τοῦ κόσμου…)
ii. Συνοδευτικά ή Παρομοιωτικά (Ἐγὼ κι ὁ Θεὸς κι ὁ λόξυγγας…)
iii. Φυγαδευτικά (ὁ Χριστὸς ἤ ἡ Παναγία σὲ κυνηγάει, φεύγα…)
iv. Αφηγηματικά – διαλογικά (Συναντάει ἡ Παναγία ἤ οἱ Ἅγιοι τὸν ἄρρωστο, τοὺς ρωτᾶ, ἀπαντᾶνε καὶ δίνεται ἡ καλὴ λύση…)

II. Μαγικοφυσικά 
i. Ευχετικά - Παρομοιωτικά (ὅπως λυώνει τ’ ἁλάτι…) 
ii. Φυγαδευτικά (Σὲ ὅρη σὲ βουνά…) 
iii. Μεταβιβαστικά (Πάρε τὰ σπειριά μου καὶ δῶστα ἀλλουνοῦ…) 
iv. Του αδυνάτου (Μέτρα τ’ ἄστρα τ' οὐρανοῦ καὶ τὰ φύλλα τοῦ δεντριοῦ…) 
v. Χαιρετιστικά φυσικών στοιχείων & πουλιών (Ὤ καλῶς τὸ νιὸ φεγγάρι…, Ἦρθες ἦρθες χελιδόνα…) 
vi. Παιδικά ή παιγνιδόξορκα (για τα ζουζούνια να πετάξουν, για το παιγνίδι τους να κερδίσουν κ.α.)
vii. Ακαταλαβίστικα ( …Ἀγατούκου ἀστονάκου…) 

Η συλλογή των επωδών είναι πολύτιμη κι επείγουσα για την λαογραφική έρευνα, επειδή τα κείμενα είναι παράξενα, με στοιχεία παλιότερης φιλολογίας και δοξασιών, αλλά και ευκολοξέχαστα, όσο και δύσκολα ν’ ανακοινώνονται. Άλλωστε κι οι παλιές γνώστριες ολοένα χάνονται. Για να καταγράψει κανείς τα κείμενα, θα πρέπει να χρησιμοποιήσει με μέθοδο την σειρά των μικροασθενειών, όσες γιατρεύονται με ξόρκια, και να ρωτάει (π.χ. για το ανεμοπύρωμα, την ζάλη, την βασκανία κ.τ.λ.). Απαραίτητο είναι να σημειώνονται και οι ενέργειες που κάνουν οι ξορκίστρες, και τα αντικείμενα που χρησιμοποιούν (αλάτι, σταυρολούλουδα, απήγανος, δακτυλίδι, κάρβουνα κ.α.). 
 
Συγγενικοί με τις επωδές είναι και οι κατάδεσμοι (γραπτά ή προφορικά «αμποδέματα» εχθρότητας και φθόνου). Αυτοί όμως ανήκουν στο μεγάλο κεφάλαιο της Μαγείας στο οποίο θα αναφερθούμε εν ευθέτω χρόνω μέσα από το παρόν ιστολόγιο. 


Πέμπτη 22 Ιανουαρίου 2015

Τα δημοτικά τραγούδια



Στην λαογραφική φιλολογική μας παράδοση, τα δημοτικά τραγούδια ονομάσθηκαν και «Δημώδη ή Εθνικά Άσματα». Και οι δύο όροι σημαίνουν σήμερα κάτι που τραγουδιέται, κάτι στιχουργημένο που ακούεται με το μέλος του •ο όρος «τραγούδι», ξεκινημένος από την παράδοση της αρχαίας τραγωδίας, μπορεί να σημαίνει και την έμμετρη αφηγηματική απαγγελία. 

Σε μια απόπειρα να δώσουμε έναν ορισμό θα μπορούσαμε να πούμε ότι πρόκειται για έμμετρα κείμενα (λυρικά ή αφηγηματικά), που τα έχουν συνθέσει άγνωστοι λαϊκοί ποιητές, μόνοι τους ή με συνεργασία, και με συμπληρώματα από την παράδοση. Τα θέματα και η μουσική τους συγκίνησαν τις ελληνικές γενεές επί αιώνες. 

Τα τραγούδια του ελληνικού λαού είναι από τα καλύτερα δείγματα των λαϊκών λογοτεχνιών όλων των εθνών, όπως τόνισαν δεκάδες ξένοι• ο Γκαίτε το πρόσεξε από το 1814. Συνδυάζουν το εμπνευσμένο λυρικό ή ηρωικό περιεχόμενο με την στιχουργική τέχνη και παρουσιάζουν ένα άριστο μέτρο παρομοίωσης ανάμεσα στον άνθρωπο και στην φύση. Τα θέματα είναι βιώματα παλαιά, όσοι και οι αιώνες της Ελληνικής Ιστορίας. 

Τα δημοτικά μας τραγούδια έχουν την Ομηρική άνεση, που δεν αναζητεί με προσπάθεια τα θέματα της, αλλά τα θέματα την οδηγούν στις εμπνεύσεις της. Τα θέματα των τραγουδιών μας είναι ποικίλα, όσες οι περιπέτειες και οι χαρές του Έθνους. Μπορούμε να καταλάβουμε αμέσως, με ένα γενικό χωρισμό των δημοτικών τραγουδιών, από ποιες περιπέτειες, ψυχικές καταστάσεις και τρόπους ζωής εμπνεύστηκε κατά καιρούς το Έθνος. 

Το βασικό χωρισμό των τραγουδιών μας τον βρίσκουμε αναλυτικότερα στο βιβλίο του Νικολάου Πολίτη «Ἐκλογαὶ ἀπὸ τὰ τραγούδια τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ» (α’ έκδ., 1914) • κάποια στιγμή αργότερα μέσα από αυτό το ιστολόγιο θα γίνει εκτενή αναφορά στο έργο τούτο καθώς και σε κάθε ενότητα ξεχωριστά, κατά πως αρμόζει. 

Σε μια γενική κατάταξη μπορούμε να συναντήσουμε τα κάτωθι είδη : 

i. Επικά τραγούδια, που υμνούν τις ηρωικές πράξεις των Ακριτών και των Κλεφτών ή που διηγούνται πολιορκίες και πολέμους (Ακριτικά, Κλέφτικα, Ιστορικά) 
ii. Λυρικά τραγούδια, που τραγουδούν την αγάπη, είτε σαν αφηγήματα μυθιστορηματικά, είτε σαν άμεσες αισθηματικές εκδηλώσεις (Παραλογές, της Αγάπης) 
iii. Οικογενειακά τραγούδια, που συντροφεύουν την ζωή, τις χαρές και τις λύπες της οικογένειας (Νυφιάτικα, της Ξενιτιάς, Μοιρολόγια) 
iv. Θρησκευτικά τραγούδια, που αναγγέλλουν τις γιορτές, επικαλούνται τις ευλογίες τους και μεταφέρουν τις ευχές από σπίτι σε σπίτι (Κάλαντα, κ.α.) 
v. Εποχικά τραγούδια, που αναγγέλλουν τις πρωτομηνιές και δίνουν ευχές για την σοδειά (Πρωτομαγιά, Πρωτοχρονιά, Περπερούνα στις ανομβρίες, Χελιδονίσματα) 
vi. Κοινωνικά τραγούδια, που ψυχαγωγούν τους ανθρώπους στα γλέντια, στην εργασία τους και στις συναναστροφές (Σατιρικά, του Κλήδονα, Εργατικά) 
vii. Γνωμικά τραγούδια, που στοχάζονται, φιλοσοφούν ή διδάσκουν (Αλφάβητοι, Επιγράμματα) 
viii. Παιδικά τραγούδια, που τραγουδιούνται για τα παιδιά, στις οικογενειακές ώρες ή στα παιγνίδια ( Πρωτοβαδίσματα, Πορευτικά του παιγνιδιού, Νανουρίσματα). 


 Όλα αυτά τα είδη στηρίζονται σε μια παλιά ελληνική παράδοση, όχι μόνο με τα θέματα και τον λόγο τους, αλλά και με τις εθιμικές αφορμές που τις διαιωνίζουν. Η ίδια η προέλευση του νεοελληνικού όρου «τραγούδι» από το στιχουργικό και θεματικό κόσμο της αρχαίας τραγωδίας, δείχνει την παλαιότητα όσο και τα μυστικά του περιεχομένου και της ποιότητας των δημοτικών μας τραγουδιών. 

Βασικά γνωρίσματα του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού είναι : 

Πέμπτη 15 Ιανουαρίου 2015

Η Ελληνική λαογραφία από το 1890-1918

Ο Νικόλαος Πολίτης

Το 1890 ο Νικόλαος Πολίτης ονομάσθηκε καθηγητής «της Μυθολογίας και της ελληνικής Αρχαιολογίας» στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών. Δίδασκε Δημόσιο και Ιδιωτικό βίο των αρχαίων, Θέατρο και Ιστορία των Θρησκευμάτων, με αντίστοιχα στοιχεία από τα νεοελληνικά έθιμα. Καταλαβαίνουμε αμέσως την σημασία που έχει η διδασκαλία του για την δημιουργία νέων φιλολόγων-λαογράφων. 

Ο Νικόλαος Πολίτης γεννήθηκε στην Καλαμάτα το 1852. Ο πατέρας του ήταν δικαστικός. Ήδη από τις γυμνασιακές τάξεις έδειξε την ξεχωριστή κλίση του προς την φιλολογία και την λαογραφία, παρακολουθώντας τα απεριοδικά της εποχής του, Χρυσαλίδα, Ευτέρπη, Πανδώρα, και στέλνοντάς τους λαογραφικά μελετήματα («Περί λυκοκανθάρων»), «Άσματα δημοτικά», «Περί παραμυθίων» κ.α.). 

Το 1866, όταν έγινε η Κρητική επανάσταση, ο Πολίτης ήταν 14 ετών. Έφυγε πεζός από την Καλαμάτα για να πολεμήσει στην Κρήτη, αλά οι γονείς του τον αναζήτησαν στο Ναύπλιο και τον γύρισαν πίσω. Γράφτηκε στην Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών και ως φοιτητής συνέχιζε να δημοσιεύει εργασίες Το 1870 έγινε μέλος του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός» και έλαβε μέρος στην πενταμελή Επιτροπή που ανέλαβε την συλλογή και δημοσίευση «ανεκδότων ηθών και εθίμων, μύθων, παροιμιών, αινιγμάτων και παντοίας γλωσσογραφικής ύλης του λαού της Ελλάδος». Εξέδωσε τότε, μαζί με τον Ηπειρώτη Σπυρίδωνα Λάμπρο, τα Νεοελληνικά Ανάλεστα Παρνασσού με λαογραφικά δημοσιεύματα, και το 1871 έγραψε την πρώτη συστηματική μελέτη του Νεοελληνική Μυθολογία, που βραβεύτηκε. 

Το 1876 πήγε για συμπληρωματικές σπουδές στην Γερμανία (υπότροφος από την Ελληνική Κυβέρνηση) κι έμεινε στο Μόναχο τέσσερα χρόνια, όπου γνωρίστηκε φιλικά με τον βυζαντινολόγο Κάρολο Κρουμπάχερ, στον οποίο έμαθε και νεοελληνικά •διέκοψε λίγο την υποτροφία του και ήρθε να πολεμήσει για την Θεσσαλία. 

Το 1880, που γύρισε οριστικά στην Ελλάδα, διορίστηκε στην Βιβλιοθήκη της Βουλής και κατέταξε τα βιβλία της. Το 1882 έγινε Υφηγητής και το 1884 διορίστηκε Τμηματάρχης Μ. Εκπαίδευσης του Υπουργείου Παιδείας - τότε εισηγήθηκε και την διδασκαλία των νέων Ελληνικών- κι ύστερα Γενικός Επιθεωρητής, οπότε (1887) έγραψε Εγκύκλιο στους εκπαιδευτικούς να προσέχουν και να συγκεντρώνουν λαογραφικό υλικό του τόπου τους. Ήταν ακριβώς το έτος που χρησιμοποίησε για πρώτη φορά τον όρο «Λαογραφία», ενώ πρωτύτερα έλεγαν «Παραδόσεις», «Έθιμα» κτλ. 

Το 1889 συνεργάστηκε με τον Γεώργιο Δροσίνη στην διεύθυνση του περιοδικού Εστία κι αυτό αποτέλεσε μια έμπρακτη ενίσχυση της τότε λογοτεχνίας μας από την Λαογραφία. Ήδη, με την δυναμική παρουσία του Ψυχάρη στα Νεοελληνικά γράμματα, η λαϊκή γλώσσα και ζωή είχαν πάρει δικαιώματα στην ποίηση και στον πεζό λόγο. Με τους λαογραφικούς ανεφοδιασμούς του Πολίτη, η ποίηση πλησίασε το δημοτικό τραγούδι και ο πεζός λόγος την εθιμολογία και ηθογραφία μας. Η πνευματική αναγέννηση της λεγόμενης «γενιάς του 1880», όσο και το ηθογραφικό στοιχείο σε μια μεγάλη περίοδο της Λαογραφίας μας, μπορούμε να πούμε ότι στηρίχτηκαν στον Ψυχάρη και στον Πολίτη.


Το 1890 ο Πολίτης έγινε καθηγητής στο πανεπιστήμιο όπου δίδασκε ως το 1921 που πέθανε. Οι σημαντικότερες λαογραφικές μελέτες, που ως τότε δημοσίευε, συγκεντρώθηκαν στους τρεις τόμους των Λαογραφικών Συμμείκτων του, που τυπώθηκαν αργότερα στην σειρά «Δημοσιευμάτων» του Λαογραφικού Αρχείου. Άλλα μεγάλα έργα του είναι οι «Παροιμίες» και οι «Παραδόσεις», που άρχισαν να τυπώνονται στην σειρά «Μελέται περί του βίου και της γλώσσης του Ελληνικού λαού» (Βιβλιοθήκη Μαρασλή), από το 1899. Δυστυχώς ούτε το σύνολο των παροιμιών ούτε τα επιστημονικά σχόλια των Παραδόσεων τυπώθηκαν ως το τέλος •δημοσιεύτηκαν μόνο τέσσερις τόμοι παροιμιών και δύο παραδόσεων. 

Με τα βιβλία και τις μελέτες του ο Πολίτης έδωσε βαθύτερο επιστημονικό περιεχόμενο στην Λαογραφία και την έκανε πολύπλευρα ερευνητική. Κράτησε τις επιστημονικές κατευθύνσεις προς την αρχαία ελληνική και την βυζαντινή παράδοση (με άγρυπνο αντιφαλλμεραγικό πνεύμα), αλλά κυρίως τόνισε την ανάγκη της διεθνούς συγκριτικής μελέτης, για την πιο «ανθρωπολογική» κατανόηση των εθίμων και των δοξασιών του λαού. 

Για να ενισχύσει τα λαογραφικά ενδιαφέροντα και την σχετική κίνηση στην Ελλάδα, ο Πολίτης το 1908 ίδρυσε την «Ελληνική Λαογραφική Εταιρία», που υπάρχει ακόμη, και το 1909 άρχισε να εκδίδει το περιοδικό Λαογραφία. Παράλληλα άρχισε να δημοσιεύει και την Ελληνική Βιβλιογραφία, που μας είναι πολύτιμη, για την ανεύρεση ιδιαίτερα λαογραφικών βιβλίων και μελετών από το 1907 κι έπειτα. Το 1914 εξέδωσε, με χρηματοδότηση του Ηπειρώτη Αλέξανδρου Πάλλη, τις Εκλογές από τα τραγούδια του Ελληνικού Λαού με συνθετική παρέμβαση στα κείμενα, και το 1918 ίδρυσε το Λαογραφικό αρχείο, με σκοπό την καταγραφή, την περιγραφή και την δημοσίευση των λαογραφικών μνημείων του λόγου και της εθιμικής παράδοσης. 

Ενδεικτικά να αναφέρουμε ότι στον Α' τόμο του περιοδικού Λαογραφία ο Πολίτης έχει δημοσιεύσει ένα διάγραμμα θεμάτων για την έρευνα και την μελέτη της λαϊκής ζωής, Το διάγραμμα αυτό εφαρμόστηκε και στο Λαογραφικό Αρχείο (σήμερα «Κέντρο Ερεύνης της Ελλ. Λαογραφίας» της Ακαδημίας Αθηνών), είναι δε το εξής:

I. Τα μνημεία του λόγου: Άσματα, επωδοί, αινίγματα, ευχές, παροιμίες, μύθοι, ευτράπελοι διηγήσεις, παραμύθια, παραδόσεις, γλώσσα.
II. Οι κατά παράδοση πράξεις ή ενέργειες του λαού: οίκος, τροφή, ενδύματα, κοινωνική οργάνωση, γαμήλια έθιμα, βίοι –γεωργικός, ποιμενικός, ναυτικός, κ.τ.λ. – δίκαιο, λατρεία, δημώδης φιλοσοφία, δημώδης ιατρική, μαντική, αστρολογία, μαγεία, μαγικές και δεισιδαιμονικές συνήθειες, αθλητικά αγωνίσματα, χοροί, μουσική και όργανα, καλλιτεχνία. 

Το διάγραμμα αυτό δείχνει αμέσως πόσο πλάτυναν τότε τα ενδιαφέροντα της Λαογραφίας, κι ότι δεν την απασχολούσαν μόνο τα φιλολογικά κείμενα και η γλώσσα ή ο ψυχικά μόνο εθιμικός βίος, όπως στην αρχή. 

Το δεύτερο σκέλος της τώρα απλώθηκε και σε τεχνικά και επαγγελματικά θέματα , με εθνογραφική σπουδαιότητα και βιοτική προσοχή (σπίτι, ολόκληρος ο λαϊκός βιος (πνευματικός, ψυχικός και πρακτικός) έδινε τα στοιχεία του για εξέταση, κι αυτό ήταν ένα μεγαλύτερο πλησίασμα προς την εθνική ζωή. 

Δεν είναι απαραίτητο ν’ ακολουθούμε αναλλοίωτο, ύστερα από τόσα χρόνια, το ίδιο διάγραμμα. Πρέπει όμως να το γνωρίζουμε, αφού είναι το πρώτο, και προπάντων αφού πέτυχε να περιλαμβάνει όλα σχεδόν τα στοιχεία, όσα απασχολούν και σήμερα την λαογραφική έρευνα.

Ενδιαφέρει τώρα να γνωρίσουμε μερικά από τα πρόσωπα που έγιναν πρώτα μέλη της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας. Είναι ανάμεσα σ’ αυτά επιστήμονες και λογοτέχνες της εποχής, που πήραν έπειτα ξεχωριστή θέση στα ελληνικά γράμματα. Η ιδρυτική συνεδρία έγινε τον Δεκέμβριο του 1908 στην Εθνική Βιβλιοθήκη Αθηνών. 

Τα πρώτα μέλη ήταν γύρω στα 750 απ’ όλη την Ελλάδα (ελεύθερη και αλύτρωτη) και ανάμεσα τους σημειώνονται α) σπουδαίοι λογοτέχνες όπως οι: Α. Καρκαβίτσας, Κ. Παλαμάς, Ι. Γρυπάρης, Α. Σικελιανός, Κ. Θεοτόκης, Πηνελόπη Δέλτα, Γρ. Ξενόπουλος, Ι. Πολέμης, Π. Βλαστός κ.α., και β) γνωστοί επιστήμονες όπως οι: Θ. Κακριδής, Σπ. Λάμπρος, Δ. Μπαλάνος, Δ. Γληνός, Γ. Αναγνωστόπουλος, Γ. Καψάλης, Γ. Μέγας κ.α.


Ο σκοπός και το έργο της Λαογραφικής Εταιρείας καθορίστηκαν τότε στον Κανονισμό της, με τα εξής περίπου λόγια: «Ἔργον τῆς Ἑταιρείας εἶναι ἡ καλλιέργεια καὶ προαγωγὴ τῶν λαογραφικῶν ἐρευνῶν καὶ σπουδῶν, ἰδίως δὲ τῶν ἀναφερομένων εἰς τὴν γνῶσιν τοῦ ἑλληνικοῦ καὶ τῶν ἄλλων λαῶν τῆς Ἑλληνικῆς Χερσονήσου» (δηλ. προγραμματίστηκε συγκριτική μελέτη της λαογραφίας όλης της Βαλκανικής). 

Και έπειτα : «Τὸ ἔργον τῆς Ἑταιρείας συντελεῖται α) διὰ τῆς ἐκδόσεως περιοδικοῦ καὶ δημοσιεύσεως συλλογῶν καὶ μονογραφιῶν, β) δι’ ἀποστολῶν πρὸς ἔρευναν τῆς λαογραφίας ἑλληνικῶν τόπων , γ) διὰ διαγωνισμῶν πρὸς συναγωνὴν λαογραφικῆς ὕλης, δ) διὰ διαλέξεων, ἀνακοινώσεων καὶ μουσικῶν ἀκροαμάτων, ε) δι’ ἐκθέσεων καὶ συλλογῶν ἐνδυμάτων, σκευῶν, ἐργαλείων, μουσικῶν ὀργάνων καὶ παντοίων πραγμάτων χρησίμων πρὸς διαφώτισιν τοῦ βίου τοῦ λαοῦ…

Οι σκοποί αυτοί της Εταιρείας άρχισαν να πραγματώνονται αμέσως με την τακτική έκδοση του περιοδικού κι ύστερα με την ίδρυση, το 1914, της «Εθνικής Μουσικής Συλλογής» (για την μουσική καταγραφή των τραγουδιών), και το 1918 του «Λαογραφικού Αρχείου».

Κυριακή 11 Ιανουαρίου 2015

Η Ελληνική Λαογραφία από το 1850 ως το 1890


Ως το 1850 είχαμε την άμεση περίοδο της πνευματικής ανασυγκρότησης του ελευθερωμένου τμήματος του ελληνικού έθνους, που παρουσιάζεται με δύο απασχολήσεις: Από το ένα μέρος οι αγωνιστές γράφουν απομνημονεύματα, για να δείξουν πως έγινε η απελευθέρωση (με ποιες αρετές και ποια ελαττώματα), κι από το άλλο μέρος οι λόγιοι αναζητούν τις ομοιότητές μας με τους αρχαίους Έλληνες, για να τις δείξουν στους ξένους. Αυτή η αναζήτηση ενίσχυσε και το γλωσσικό λογιοτατισμό, που έγινε φανατικότερος, εξ αιτίας του Φαλλμεράγερ. Αλλά η ίδια τάση οδήγησε και στην λαογραφική αναζήτηση, που, όσο κι αν έγινε με λόγιο και αρχαιολογικό τρόπο, έδωσε αφορμή να προσεχτούν αμεσότερα τα ζωντανά βιώματα του σύγχρονου λαού. Με την ευκαιρία αναφέρω και τις γεωγραφικές περιγραφές των λογιών της εποχής, που έδιναν στοιχεία και από την λαογραφική ζωή ·παράδειγμα στην Ήπειρο ἡ Γεωγραφία Ἀλβανίας καὶ Ἠπείρου του Κοσμά Θεσπρωτού & Αθανασίου Ψαλλίδα, του 1833.


Από το 1850 και έπειτα, έχουμε μια περίοδο ωριμότερης σκέψης και εργασίας για την γλωσσική και την λαογραφική έρευνα. Οι επιστήμονες δεν ζητούν πια ν’ αρχαιοποιήσουν τα λαϊκά κείμενα, τους τρόπους ζωής και τις δοξασίες, αλλά παραδέχονται την παραδοσιακή τους εξέλιξη, διαπιστώνοντας ότι μέσα σ’ αυτά τα εξελιγμένα στοιχεία της γλώσσας και των εθίμων διακρίνονται οι αρχικές πηγές. Ιδιαίτερα πρόσεξαν την γλώσσα, γι’ αυτό και οι πρώτες μελέτες στην περίοδο αυτή είναι γλωσσικές, με χρησιμοποίηση των λαογραφικών κειμένων για στήριγμά τους.

Το 1850 κυκλοφορεί στην πρωτεύουσα το φιλολογικό περιοδικό Πανδώρα, που δημοσίευε στις σελίδες του δημώδη ἄσματα, πρὸς περίσωσιν ἀπὸ τῆς λήθης, έπειτα δε και πληρέστερες λαογραφικές συλλογές. Το 1852 ο Επτανήσιος, από την Λευκάδα, Σπυρίδων Ζαμπέλιος δημοσιεύει στην Κέρκυρα το βιβλίο του Ἄσματα δημοτικὰ τῆς Ἑλλὰδος, όπου για πρώτη φορά επισύρει την προσοχή της λαογραφικής έρευνας και στις βυζαντινές πηγές. Συνιστά την μελέτη της βυζαντινής φιλολογίας των μεσαιωνικών χρόνων, πιστεύοντας ότι ο νεώτερος Ελληνισμός, όσο κι αν κατάγεται από το αρχαίο, έχει αμεσότερη πηγή του τον μεσαιωνικό (βυζαντινό), που αποτελεί αναμφισβήτητο μεταβατικό στάδιο στην εξέλιξή του. Ο ίδιος ο Ζαμπέλιος, όταν το Πανεπιστήμιο Αθηνών, το 1856, προκήρυξε διαγωνισμό για την συγγραφή «ἱστορίας τῆς νεωτέρας ἑλληνικῆς γλώσσης», συνέστησε να γίνει πρώτα συγκέντρωση φραστικού υλικού «κατὰ χρονολογικὴν αἰώνων τάξιν», ώστε να μελετηθεί από τις γνήσιες πηγές της η γλώσσα. Για την νεώτερη περίοδο συνέστησε την συγκέντρωση λαογραφικού υλικού, ποιημάτων, ασματίων, παροιμιών…παρωνύμιων, ονομάτων, τόπων κ.τ.λ. Από τότε η Πανδώρα δημοσίευε συστηματικότερα λαογραφικές συλλογές και το 1857 ο Υπουργός της Παιδείας έστειλε εγκύκλιο στους εκπαιδευτικούς, να μαζεύουν κείμενα και έθιμα στην ιδιωματική γλώσσα και να τα στέλνουν στο Υπουργείο. Η τότε ἡ Ἐφημερὶς τῶν Φιλομαθῶν δημοσίευε τις καλύτερες συλλογές ·παράλληλα και τα περιοδικά Χρυσαλλίς (1863), Ἰλισσὸς (1868) και Παρθενὼν (από το 1871) φιλοξενούσαν πρόθυμα λαογραφικά κείμενα.
 


Το 1866 άρχισε να εκδίδεται στην Κωνσταντινούπολη το περιοδικό του εκεί Φιλολογικού Συλλόγου, που προκήρυξε επίσης διαγωνισμό για την συγκέντρωση των «ζώντων μνημείων τῆς ἑλληνικὴς γλώσσης», δηλ. των λαογραφικών κειμένων. Πολλοί εκπαιδευτικοί έστειλαν συλλογές και βραβεύτηκαν. Ύστερα ιδρύθηκε στην Αθήνα και το περιοδικό Παρνασσός που τόνωσε επίσης την προσπάθεια για λαογραφική συλλογή. Τέλος, όταν το 1887, τμηματάρχης στο Υπουργείο Παιδεία, ο νέος τότε λαογράφος Ν. Γ. Πολίτης έστειλε κι εκείνος εγκύκλιο στους εκπαιδευτικούς να συγκεντρώσουν λαογραφικό υλικό, η εκπαιδευτική συνεργασία έγινε εντονότερη και το αποτέλεσμα πλουσιότερο.

Η κίνηση αυτή των Περιοδικών της πρωτεύουσας, των Συλλόγων που ιδρύθηκαν και του Κράτους επέδρασε και στις πρωτοβουλίες τοπικών συγγραφέων, που δημοσίευσαν στην περίοδο αυτή (1850-1890) βιβλία με λαογραφικό υλικό. Αναφέρουμε τις συλλογές Ἠπειρωτικῶν δημοτικῶν τραγουδιῶν από τους Γ. Χασιώτη (1866) και Π. Αραβαντινό (1860-1880), τα Ἠπειρωτικὰ Μελετήματα του Ι. Λαμπρίδη (Αθήνα, 1887- 1889), τα Ἄσματα Κρητικὰ του Ε. Γιανναράκη (Λιψία 1876), τα Σαμιακὰ (λαογραφικά) του Ε. Σταματιάδη (1887), την Περισυναγωγὴ γλωσσικῆς ὕλης καὶ ἐθίμων ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο του ιερέως Ι. Παπαζαφειρόπουλου (Πάτρα 1887), τα Χιακὰ Ἀνάλεκτα του Κ. Κανελλάκη (1890) και τα Κυπριακὰ του Α. Σακελλάριου (1890). Από το 1889 άρχισε και ο Δ. Γρ. Καμπούρογλους να δημοσιεύει την τρίτομη Ιστορία των Αθηναίων επί Τουρκοκρατίας, όπου έδωσε πλούσια στοιχεία από την λαϊκή ζωή της πρωτεύουσας, στα παλιά και στα νεώτερα χρόνια.
·ο Καμπούρογλους ανήκει στον προδρομικό αιώνα της Ελληνικής Λαογραφίας, τον μερικώς άσχετο από τον Πολίτη, που αρχίζει με το Φωριέλ και μπορούμε να πούμε πως φτάνει ως τον G. Abbot (Macedonian Folklore, 1903). 




Η περίοδος αυτή που αναφερόμαστε κλείνει με την αναγόρευση του λαογράφου Ν. Γ. Πολίτη σε πανεπιστημιακή έδρα, το 1890.

Πέμπτη 8 Ιανουαρίου 2015

Η Ελληνική Λαογραφία στα πρώτα χρόνια μετά την απελευθέρωση (1830-1850)


Η ελεύθερη Ελλάδα στα πρώτα χρόνια μετά την απελευθέρωση, περιοριζόταν στην Πελοπόννησο και στην Στερεά, με την Εύβοια, τις Β. Σποράδες και τις Κυκλάδες μόνο. Ο Ελληνισμός όμως ήταν μεγάλος κι είχε ελευθερία κινήσεων και επαφών. Γι’ αυτό και η σύνθεση του πληθυσμού στις νέες πρωτεύουσες (Ναύπλιο & Αθήνα) ήταν λαογραφικά ενδιαφέρουσα, με τις εκδηλώσεις της. Χαρακτηριστικό είναι το θεατρικό έργο του Δ. Κ. Βυζαντίου, Η Βαβυλωνία (Ναύπλιο, 1839), που δίνει παραστατικά τους ποικίλους επαρχιακούς τύπους, με την γλώσσα, το τοπικό ήθος και το ένδυμα της εποχής.
Πολλά και πολύτιμα γραπτά λαογραφικά στοιχεία των ετών αυτών μας έδωσαν οι Απομνημονευματογράφοι αγωνιστές, που συνέχισαν να γράφουν και ύστερα από την απελευθέρωση, για την ζωή και την πολεμική δράση τους. Αποτελούν μια ωραιότατη σειρά ζωντανών νεοελληνικών κειμένων (κι αξιοπρόσεχτη φιλολογία), με αποκορύφωμα της τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη και του Κασομούλη. Αλλά και αυτά όλα προσφέρουν το λαογραφικό στοιχείο τους «ευκαιριακά».


Ακολούθησε όμως αμέσως και η περίοδος της επιστημονικής μελέτης των εθίμων και της γλώσσας του ελληνικού λαού, που την επιτάχυνε ένα εξωτερικό εθνοκριτικό γεγονός, η λεγόμενη «Θεωρία του Φαλλμεράγερ». 
Ο Γερμανός Ιάκωβος – Φίλιππος Fallmerayer (1790-1861) ήταν καθηγητής της Ιστορίας στο Μόναχο και δημοσίευσε βιβλίο με τίτλο
«Ἱστορία τῆς Χερσονήσου τοῦ Μορέως στὸν Μεσαίωνα» (Α', Στουττγάρδη 1830 και Β', Τυβίγγη 1836).
Στον πρόλογο του βιβλίου του ο Φαλλμεράγερ ισχυρίστηκε ότι, με τις διάφορες επιδρομές και την κάθοδο των Σλάβων ως την Πελοπόννησο, αλλοιώθηκε η σύσταση του πληθυσμού της Ελλάδος, έτσι ώστε το αίμα των κατοίκων του τόπου αυτού να μη ρέει «ούτε σταγόνα» από το αρχαίο ελληνικό αίμα, και ότι το σημερινό όνομα Έλληνες σημαίνει απλώς τους ορθοδόξους εδώ Χριστιανούς που μιλούν τα ελληνικά.
Επέμενε σ΄ αυτό και με νέα μελέτη του, το 1835: Περὶ τῆς καταγωγῆς τῶν σημερινν Ἑλλήνων. (σημ. Το 1857 έγραψε και: Τὸ ἀλβανικὸν στοιχεῖον ἐν Ἑλλάδι.)


Οι Έλληνες λόγιοι ζήτησαν αμέσως ν’ αντικρούσουν την θεωρία και να δείξουν την συνέχεια του τοπικού ελληνισμού. Άρχισαν από την ιστορική έρευνα. Ο Κωνστ. Παπαρρηγόπουλος (1814-1891) έγραψε το 1843 Περὶ ἐποικήσεως σλαβικῶν τινῶν φυλῶν εἰς τὴν Πελοπόννησον, όπου δέχεται μεν ότι έγιναν ειρηνικές εποικήσεις (όχι επιδρομές) Σλάβων, από τον ς' αιώνα και τον Ζ' αιώνα, στην βυζαντινή Ελλάδα, αλλά ήταν φυσιολογικές και αφομοιώθηκαν, «καθὼς τὰ ὕδατα τοῦ ποταμοῦ, τὰ ὁποῖα συγχωνεύονται εἰς τὴν ἀχανῆ θάλασσαν». Δεν έχουμε, γράφει, ονόματα από σλαβικές πολιτείες και οικογένειες. Μόνο τοπωνύμια, στους ποιμενικούς χώρους.


Και Γερμανοί ιστορικοί ( Tafel, Horf, Zinkeisen, Thiersch) αντέκρουσαν τότε την θεωρία του Φαλλμεράγερ, ο Θείρσιος δε και με ανθρωπολογικά επιχειρήματα, σημειώνοντας επίσης, ότι τα απόμερα διαμερίσματα της χώρας και τα νησιά (που είχαν κοινό λαϊκό πολιτισμό) δεν γνώριζαν Σλάβους επιδρομείς.
Όσο για την παλαιότερη βυζαντινή φράση του Κωνσταντίνου Πορφυρογεννήτου στην Περὶ θεμάτων πραγματεία του, όπου μιλώντας για τον Η' αιώνα έγραψε ότι ἐσθλαβώθη πᾶσα ἡ χώρα (δηλ. η Πελοπόννησος) καὶ γέγονε βάρβαρος, αυτό μπορεί να σημαίνει γενικά «ὑπεδουλώθη» ή να είναι σχήμα υπερβολής.
Άλλοι Έλληνες ιστορικοί έγραψαν αργότερα, οι Σπ. Λάμπρος, Π. Καρολίδης, Α. Διομήδης και κυριότατα οι Κ. Άμαντος, Δ. Ζακυθηνός και Στ. Κυριακίδης.
Ακολούθησαν και γλωσσολογικές αντικρούσεις από Έλληνες και ξένους στην θεωρία του Φαλλμεράγερ, ιδιαίτερα ύστερα από νεώτερη ενίσχυση της από τους G. Weigand (1928), M. Vasmer (1941) και G. Stadtmüller (1944), που έδειξαν για τις συζητούμενες επιδράσεις ότι οι σλαβικές λέξεις περιορίζονται κυρίως σε κτηνοτροφικά τοπωνύμια και όρους, που κι αυτά μπορεί να πολλαπλασιάστηκαν από ελληνική τοπομορφική επανάληψη.


Κι ήρθαν από κοντά τα λαογραφικά επιχειρήματα, που έκαναν να αναπτυχθεί περισσότερο και ν’ ανδρωθεί η σχετική έρευνα και μελέτη. Στην αρχή η επιχειρηματολογία ήταν φανατική μιας και τα ήθελε όλα όμοια προς τα αρχεία •επί παραδείγματι να σημειώσουμε τα βιβλία: του Εμμανουήλ Βυβιλάκη, Ἡ νεοελληνικὴ ζωὴ σὲ σύγκριση πρὸς τὴν ἀρχαία (Βερολίνο 1840), όπου δίνονται λαϊκά έθιμα από την νεώτερη Ελλάδα ενισχυτικά της παραδοσιακής μας συνέχειας καθώς και του Κυριάκου Πιττάκη, Ὕλη, ἵνα χρησιμεύση πρὸς ἀπόδειξιν, ὅτι οἱ νῦν κατοικοῦντες ἐν Ἑλλάδι εἰσὶν ἀπόγονοι τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων (Αθήνα, 1852).


Τα ίδια χρόνια, όλοι οι Έλληνες του εξωτερικού προσπαθούσαν να λάβουν μέρος στην λαογραφική άμυνα, για την απόδειξη της παραδοσιακής συνέχειας. Διαφώτιζαν τους ξένους συγγραφείς για τα κληρονομικά δικαιώματα των Νεοελλήνων, πράγμα που οδήγησε σε πολύτιμες εργασίες για την συγκριτική λαογραφία μας. Το 1864 ο Γερμανός C. Wachsmuth έγραψε Ἡ ἀρχαία Ἑλλὰς ἐν τῆ νέα (μεταφρ. Ε. Γαλανού, Αθήνα, 1868), και το 1871 (Λιψία) ο B. Schmidt έγραψε Das Volksleben der Neugriechen und das hellenische Altertum (ο λαϊκός βίος των Νεοελλήνων και η ελληνική αρχαιότητα). 

Οι ίδιοι οι Έλληνες λόγιοι δημοσίευαν παροιμίες, που τις παρουσίαζαν και σαν συνέχεια των αρχαίων ρητών. Από την Βιέννη ο Ηπειρώτης Ιωάννης Ζαφείρης – Μανιάρης δημοσίευσε, το 1832 (Τεργέστη), συλλογή από 1130 παροιμίες, μάλλον Ηπειρώτικες, σε γλώσσα λογιότερη. Από το Λονδίνο ο Αλέξανδρος Νέγρης δημοσίευσε το 1834 Λεξικὸ νεοελληνικῶν παροιμιῶν ( A Dictionary of Modern Greek Proverbs), όπου δίνει 950 παροιμίες και αναζητεί τις αντίστοιχες αρχαίες. Και στην Ελλάδα πάλι ο λόγιος δικηγόρος Ι. Βενιζέλος δημοσίευσε το 1846 την πρώτη συλλογή του Παροιμίαι δημώδεις (β’ έκδ., 1867), όπου συχνά δίνει και αντίστοιχα αρχαία κείμενα. 

Την ίδια περίοδο, και με το ίδιο συγκριτικό πνεύμα, δημοσιεύονται στο εξωτερικό, και μετά τον Φωριέλ, ελληνικά δημοτικά τραγούδια. Ο Γερμανός Theodor Kind δημοσίευσε στην Λιψία το 1833 Τραγούδια τῆς Νέας Ἑλλὰδος (Neugriechische Poesien), αφού πρωτύτερα, σε άλλο δημοσίευμα του το 1831 είχε αντικρούσει την θεωρία του συμπατριώτη του Φαλλμεράγερ, στηριζόμενος στα έθιμα, στην γλώσσα και στην σωματική διάπλαση των Νεοελλήνων · αξιοσημείωτο είναι ότι ο ίδιος ο Fallmerayer, για τους δικούς του αποδεικτικούς σκοπούς, είχε προτείνει το 1830 να μελετηθεί εθνολογικά και λαογραφικά «ο λαός του ελληνικού χώρου», κι αυτό ενθάρρυνε επίσης την έρευνα, με άριστο αποτέλεσμα.


Το 1842 ο Ιταλός Θωμαζαίος (N. Tommaseo) δημοσίευσε στην Βενετία Ἑλληνικὰ λαϊκὰ τραγούδια (Canti Popolari…Greci), το 1843 στην Πετρούπολη ο Γ. Ευλάμπιος δημοσίευσε τον Ἀμάραντον, δημοτικά ποιήματα που τα μετέφρασε και στα ρώσικα, και το 1844 ο D. Sanders στην Γερμανία: Τὰ τραγούδια τῶν Ἑλλήνων (Die Volkslieder der Neugriechen). Τέλος, το 1850 στην Κέρκυρα, ο Αντώνιος Μανούσος τύπωσε την πρώτη συστηματική συλλογή δημοτικών τραγουδιών, με τίτλο Τραγούδια ἐθνικά.

 Διαβάστε τη συλλογή δημοτικών τραγουδιών με τίτλο 
 Τραγούδια εθνικά / Συνταγμένα και διασαφηνισμένα υπό Αντωνίου Μανούσου
 


Σημείωση: Ομοίως, διαβάστε όλα τα προαναφερθέντα παλαιά βιβλία τα οποία φέρουν διαφορετικό χρωματισμό από αυτόν του υπολοίπου κειμένου πατώντας τον τίτλο τους. 

Δευτέρα 5 Ιανουαρίου 2015

Η Ελληνική λαογραφία ύστερα από την άλωση της Κωνσταντινούπολης


Η πρώτη αναφορά για την δημιουργία εθνικών λαογραφικών θρύλων δόθηκε με τον ίδιο το πέσιμο της Κωνσταντινούπολης (1453), μέσα από τους θρήνους και τις παραδόσεις που ακολούθησαν. Το τραγικό γεγονός της Άλωσης δε θρηνήθηκε μόνο από εκείνους που έζησαν την κακή ώρα, αλλά και απ’ όσους ήταν μακριά κι έμαθαν το μεγάλο κακό• εκείνα τα χρόνια οι ειδήσεις δεν έφταναν αμέσως όπως σήμερα αλλά ταξίδευαν με καραβάνια ή με τα καράβια, και με μεγάλη χρονοτριβή. Οι θρήνοι και τα τραγούδια κι οι στιχουργίες άρχισαν πολύ αργότερα από τις ειδήσεις, όταν κάπου βρισκόταν ένας στιχουργός κι έπαιρνε την πρωτοβουλία. Θρήνοι για την Κωνσταντινούπολη γράφτηκαν πολλοί. 

Στους θρήνους αυτούς έχουμε πάλι το λαογραφικό φαινόμενο των πολιτιστικών ενδείξεων, ότι δηλαδή μέσα από τους αβίαστους λαϊκούς στίχους μας δίνονται, μαζί με τα συναισθηματικά στοιχεία, και κάποιες πληροφορίες για τα έθιμα και τα βιώματα της εποχής. 

Το ίδιο γίνεται και με τις παραδόσεις ή τους θρύλους για την Άλωση. Τα κείμενα των παραδόσεων αυτών συνθέτουν τα ίδια ένα πλούσιο λαογραφικό υλικό, που μας δείχνει τις δοξασίες, τα μοτίβα των μύθων και τον αισιόδοξο χαρακτήρα του Έθνους. Είναι γνωστά: τα ψάρια που τηγάνιζε η γριά και που πήδησαν στο νερό •ο παπάς που λειτουργούσε και κλείστηκε με τα άγια στην κολόνα •ο μαρμαρωμένος βασιλιάς κι όλα τα άλλα, που πέρασαν στην ψυχική ζωή του Έθνους και κράτησαν την συνοχή του για αιώνες. 

Ας έχουμε μία εικόνα των στίχων που ακολουθούν: 

Καλόγρια τηγάνιζε ψαράκια στο τηγάνι 
και μια φωνή, ψιλή φωνή απανωθιό της λέγει: 
"Πάψε γριά το μαγεριό κι η Πόλη θα τουρκέψει". 
"Όταν τα ψάρια πεταχτούν και βγουν και ζωντανέψουν,
τότε κι ο Τούρκος θα να μπει κι η Πόλη θα τουρκέψει". 
Τα ψάρια πεταχτήκανε, τα ψάρια ζωντανέψαν 
κι ο αμιράς εσέβηκεν με τ' άλογο καβάλα.


Επίσης, οι χρονογράφοι και ιστορικοί της Αλώσεως συντονίστηκαν με τον πόνο του Έθνους κι έγραψαν τις αφηγήσεις τους σε «συναξαρικό» ύφος παρεμβάλλοντας στα κείμενά τους δοξασίες και θαυμαστά ακούσματα ή τρόπους ζωής της εποχής. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας έπειτα, οι αφορμές για παροχή λαογραφικών πληροφοριών πλήθυναν, επειδή και οι συγγραφές έγιναν περισσότερες, κι ο χρόνος των λογίων ή και των καλογήρων να γράφουν, μεγαλύτερος. 

Οι κυριότερες πηγές των λαογραφικών ειδήσεων της Τουρκοκρατίας είναι: 

α) Η λαϊκή λογοτεχνία (τραγούδια, παραμύθια, παροιμίες) και το θέατρο (κρητική περίπτωση) που κυκλοφόρησαν, με τα τοπικά στοιχεία τους, στον ελληνικό κόσμο.

β) Οι νοτάριοι κι οι γραμματικοί (της εκκλησίας, και των Κοινοτήτων), με τα δικαιοπρακτικά έγγραφα που άφησαν 

γ) Οι μοναχοί και ιερωμένοι των μοναστηριών, που αντιγράφοντας διάφορα χειρόγραφα σημείωναν παρατηρήσεις και «ενθυμήσεις» από την σύγχρονη ζωή. Οι ίδιοι κατέγραφαν και παροιμίες ή και τραγούδια ( με βυζαντινή παρασημαντική) στα χειρόγραφά τους. 

δ) Οι νέοι συναξαριστές των μαρτύρων της Τουρκοκρατίας, που έδιναν από την καθημερινή ζωή, από τις συνθήκες της ελληνικής σκλαβιάς κι από την εθνοθρησκευτική ψυχολογία των μαζών. 

ε) Οι νέοι Πατέρες της εκκλησίας ( μητροπολίτες & ιεροκύρηκες) που επιτιμούσαν τον λαό για τα ειδωλολατρικά έθιμά του, τα προσδιόριζαν απαγορευτικά με τοπικούς Νομοκάνονες ή τα ανέφεραν στις ομιλίες τους περιγραφικά. 

ς) Οι ελεύθερες «ενθυμήσεις», που γράφονταν από κληρικούς και λαϊκούς στα βιβλία της εκκλησίας, για κάθε περιστατικό της ζωής (από επιδρομές και σιτοδείες ως τα πανηγύρια και τα καθημερινά παράδοξα). 

ζ) Οι χρονογράφοι κι ύστερα οι απομνημονευματογράφοι, όσοι είχαν τα μέσα και την υπομονή να γράψουν τα γεγονότα και τα χρονικά της ζωής τους (ιδιαίτερα από τον αγώνα του 1821). Υπάρχουν δημοσιευμένες σειρές με Απομνημονεύματα αγωνιστών, από την «Βιβλιοθήκη Γ. Τσουκαλά», καθώς και από τα Γενικά Αρχεία του κράτους. 

η) Οι λαϊκοί τραγουδιστές των κατορθωμάτων και της ζωής των Αρματολών και των Κλεφτών (τα κλέφτικα, τα ιστορικά και τα ναυτικά μας τραγούδια). Και: 

θ) Οι ξένοι περιηγητές, που έρχονταν στην Ελλάδα, έγραφαν τις εντυπώσεις τους και σχεδίασαν σπίτια και φορεσιές •την συγκεκριμένη κατηγορία θα την εξετάσουμε σε κάποια μελλοντική ανάρτηση.

Ενδιαφέρει τώρα να παρακολουθήσουμε και την ερευνητική προσοχή, που δόθηκε στη λαϊκή ζωή και στα στοιχεία της (εκτός από την απλή περιγραφή), στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. 

Σημειώνουμε ότι και η παραμικρή διάθεση για συλλογή λαογραφικού υλικού ανήκει στο κεφάλαιο της «σπουδής» της Λαογραφίας, επειδή ο συλλογέας, την ώρα εκείνη, δεν γίνεται τυχαία πηγή, αλλά συνειδητός προμηθευτής λαογραφικού υλικού για την επιστήμη •άλλο να γράφει κανείς ένα συναξάρι, απομνημονεύματα ή ταξιδιωτικές εντυπώσεις, με στοιχεία από την λαϊκή ζωή, κι άλλο να δίνει προσοχή στα λαϊκά κείμενα και στα έθιμα και να τα καταγράφει επίτηδες.


Με το πνεύμα αυτό μπορούμε να θεωρήσουμε «μελετητές λαογράφους» όλους τους ανώνυμους συλλογείς τραγουδιών και παροιμιών του ελληνικού λαού, που παρουσιάζονται αμέσως μετά το πέσιμο της Κωνσταντινούπολης και στους ύστερους αιώνες της Τουρκοκρατίας. Αυτοί μάζεψαν και κατέγραψαν σε χειρόγραφα και σε κώδικες (ή αντέγραψαν) παλιά ανομοικατάληκτα δημοτικά τραγούδια (Ερωτοπαίγνια, Εκατόλογα, Αλφάβητους, κ.α.), αργότερα ομοιοκατάληκτες Ριμάτες, ή επίσης συλλογές παροιμιών και αινιγμάτων, για ψυχωφελείς σκοπούς.


Γνωστοί συλλογείς παροιμιών, αμέσως μετά την Άλωση, είναι οι λόγιοι κληρικοί Μιχαήλ Αποστόλης και ο γιός του Αρσένιος Μονεμβασίας. Ο πατέρας είχε συλληφθεί αιχμάλωτος μέσα στην Κωνσταντινούπολη, έπειτα ελευθερώθηκε και πήγε στην Κρήτη , όπου έγραψε Συναγωγή αρχαίων παροιμιών με πολλές νεώτερες. Το ίδιο έκανε και ο Αρσένιος, τα δε κείμενα τους βρίσκονται στο Corpus Paroemiographorum Graecorum των E. Leutsch και E. Schneidewin (2 τόμοι, Γοττίγκη 1839-1851).


Το ΙΖ’ αιώνα βρίσκεται στην Ρώμη, βιβλιοθηκάριος του Βατικανού, ένας λόγιος από την Χίο, ο Λέων Αλλάτιος. Γράφει πραγματείες στα λατινικά με ελληνικό λαογραφικό περιεχόμενο (De Graecorum hodie quorundam opinationibus = Για κάποιες σύγχρονες ελληνικές δοξασίες, Κολωνία 1645) και μιλεί για φυλαχτά, σπιτόφιδα, Νεράιδες, Καλλικαντζάρους, κ.α. Συνιστούσε να μελετάμε, μαζί με τα έθιμα της αρχαιότητας, και τα σύγχρονα. Μπορούμε από αυτά, έλεγε, να καταλαβαίνουμε καλύτερα εκείνα.


Το ΙΖ’ αιώνα έχουμε επίσης μια καλή συλλογή από νεοελληνικές παροιμίες, που την έκανε στην Κωνσταντινούπολη ο Ολλανδός φιλόλογος Βάρνερ (Levinus Warner). Ήταν εκεί διπλωματικός εκπρόσωπος της χώρας του και μάζευε από τους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης και της Θράκης παροιμίες (γύρω στα 1650). Βρίσκονται δημοσιευμένες στο Β’ τόμο των Παροιμιών του Ν. Πολίτη από τον D. Hesseling.


Έναν αιώνα αργότερα, στην Ήπειρο, ο ιερομόναχος Παρθένιος Κατζιούλης «Ιωαννίτης», όπως γράφει, συγκέντρωσε πολλές ελληνικές παροιμίες, με πραγματική αγάπη για την σοφία του λαού, που όμως τις μεταγλώττισε, δηλ. τους έδωσε λόγια διατύπωση. Κράτησε ευτυχώς και στο λαϊκό γιαννιώτικο ιδιώμα (κοιναί κατά Ιωαννίτας) περί 725 κείμενα. Αγαπά τις παροιμίες ο Κατζιούλης, επειδή, όπως σημειώνει, ἤθη παραινοῦσι καὶ πάθη ἐπανορθοῦσι. Η συλλογή αυτή βρίσκεται δημοσιευμένη στον Α’ τόμο των Παροιμιών του Ν. Πολίτη.


Κοντά στην Ελληνική Επανάσταση (1821) εμφανίζονται πολλοί λόγιοι, που ζητώντας να ξυπνήσουν το Έθνος, του στρέφουν την προσοχή στα δημιουργήματά του. Ο Αδαμάντιος Κοραής (1748-1833), που όλα του τα έργα απέβλεπαν στο διαφωτισμό του Έθνους, χρησιμοποιούσε συχνότατα παροιμίες και κείμενα, για να δείξει την συνέχεια ή την ομοιογένεια στην ελληνική σκέψη και γλώσσα. Έτσι μέσα στα Άτακτά του μας δίνει πολλές παροιμίες, όπως και μύθους και δοξασίες, με αρχαιοσυγκριτικά ερμηνεύματα. Ο Κοραής έκανε και συλλογή από δημοτικά τραγούδια, που τα παρουσίαζε σε ξένους (στον Φωριέλ κ.α.)


Στις αρχές του ΙΘ’ αιώνα έχουμε και άλλους λόγιους, που προσέχουν την Λαογραφία. Ο Ηπειρώτης λόγιος και κληρικός Γρηγ. Παλιουρίτης δημοσίευσε το 1815 στην Βενετία, το βιβλίο του Αρχαιολογία Ελληνική (2 τόμοι), όπου συγκρίνει τα αρχαία με τα σύγχρονα έθιμα. Ένας κληρικός επίσης από την Κοζάνη, ο Χαρίσιος Μεγδάνης δημοσίευσε στην Ουγγαρία το 1812 το Ελληνικόν Πάνθεον, όπου κοντά στην αρχαία μυθολογία μας δίνει νεοελληνικές (μακεδονικές) παραδόσεις και έθιμα.

Αμέσως μόλις ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση και ακούστηκαν στην Ευρώπη οι πρώτες νίκες, ο Γάλλος φιλόλογος και ιστορικός Claude Fauriel άρχισε να ετοιμάζει στο Παρίσι την πρώτη συστηματική συλλογή Ελληνικών Τραγουδιών, που η στοχαστική Εισαγωγή της αποτελεί μια σπουδαία λαογραφική μελέτη. Από λόγιους και εμπόρους Έλληνες του εξωτερικού (π.χ. τον Κοραή, τον Μουστοξύδη κ.α.) ο Φωριέλ μάζεψε δημοτικά τραγούδια (κλέφτικα, ιστορικά, ακριτικά, ερωτικά κ.α.) και τα δημοσίευσε σε δύο τόμους με τίτλο: Λαϊκά τραγούδια της νέας Ελλάδος (Chants populaires de la Grèce Moderne). 



Στην εισαγωγή του (Α’ τόμος) μιλάει με θαυμαστή ενημερότητα για τα έθιμα, την ζωή και τον χαρακτήρα του νέου ελληνικού λαού, που τον βλέπει σαν συνέχεια του αρχαίου, και μελετά την προέλευση και το είδος των τραγουδιών του με φιλολογική και λαογραφική εμβάθυνση. Δημοσιεύει τα ελληνικά κείμενα αριστερά, και δεξιά την γαλλική τους μετάφραση, ώστε και οι ξένοι να γνωρίσουν την ποιητική αξία τους. Με την συλλογή του αυτή ο Φωριέλ τόνωσε πραγματικά το κίνημα του Φιλελληνισμού στην Ευρώπη.

Δείτε το αξιόλογο αυτό έργο