Τετάρτη 27 Απριλίου 2016

Ένα μικρό οδοιπορικό στην Αμνάτο Ρεθύμνου...


Η «Πύλη της Αμνάτου»

Το χωριό Αμνάτος Ρεθύμνου βρίσκεται σε απόσταση μόλις δύο χιλιομέτρων από την ιστορική Μονή Αρκαδίου. Περιστοιχίζεται από πλούσιο φυσικό περιβάλλον και έχει άπλετη θέα προς το Κρητικό Πέλαγος και τον Ψηλορείτη. Περιδιαβαίνοντας τα στενά δρομάκια του, νιώθεις το χρόνο να έχει σταματήσει και ταξιδεύεις σε εποχές αλλοτινές. Μπαίνοντας στα καλοδιατηρημένα καστρόσπιτά του, με τα περίτεχνα αψιδωτά θυρώματα, συναντάς ανθρώπους φιλόξενους, που σου μιλούν με περηφάνια για τον τόπο τους και σε ταξιδεύουν, με τις ιστορίες τους, σε καιρούς περασμένους. 

Σοκάκι στην Αμνάτο

Το τοπωνύμιο Αμνάτος είναι πιθανότατα προελληνικό, ενώ σε αρχαία επιγραφή απαντά το κύριο όνομα «Άμνατος». Ο περιηγητής Sieber ταυτίζει την Αμνάτο με την αρχαία πόλη «Τριπόδω», η ύπαρξη της οποίας αμφισβητείται. Οι εκτεταμένοι, πάντως, λιθοσωροί και οι πυκνές επιφανειακές συγκεντρώσεις ελληνορωμαϊκών και κυρίως βυζαντινών οστράκων στο λόφο «Ελληνικά» ή «Περισσάκια» επιβεβαιώνουν την εντατική κατοίκηση της περιοχής, τουλάχιστον κατά τους χρόνους αυτούς. Στην κορυφή και στο νοτιοανατολικό πρανές του ίδιου λόφου είναι ακόμη και σήμερα ορατά κάποια λιγοστά, πολύ αποσπασματικής διατήρησης, αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, καθώς και ελάχιστοι κατεστραμμένοι και συλημένοι κιβωτιόσχημοι και λαξευτοί τάφοι των ελληνορωμαϊκών πιθανότατα χρόνων. 

Σπηλαιώδης λαξευτός τάφος στα «Περισσάκια»

Οι Hood, Warren και Cadogan που επισκέφθηκαν τα «Περισσάκια» στις 22 Αυγούστου 1962 εντόπισαν στο πλάτωμα του λόφου, σε μία έκταση διαστάσεων 200×100 μ., πλήθος κλασικών, ελληνιστικών, ρωμαϊκών και μεσαιωνικών οστράκων, άφθονο αρχαίο δομικό υλικό, κυρίως αδρά επεξεργασμένους δόμους και κεραμίδες, πυραμιδόσχημα υφαντικά βάρη, λίθινα εργαλεία άλεσης δημητριακών και σύνθλιψης ελαιοκάρπου, δύο πήλινα σφαιρίδια, τα οποία ερμήνευσαν ως πιθανές ενδείξεις για την ύπαρξη ιερού κάπου στη βόρεια απόληξη του λόφου, καθώς και δύο λαξευτούς ελληνορωμαϊκούς τάφους στην ανατολική παρυφή του. Όταν, λίγα χρόνια μετά, ο Sanders αναζήτησε τα παραπάνω αρχαία λείψανα, αυτά είχαν ήδη καταστραφεί από την καλλιέργεια, τη συνεχή απόσπαση οικοδομικού υλικού και τις αλλεπάλληλες συλήσεις. 


Λιθοσωροί – αρχιτεκτονικά κατάλοιπα στα «Περισσάκια»

Πληροφορίες για τον οικισμό κατά την πρώιμη βυζαντινή εποχή δεν υπάρχουν. Οι πρώτες αναφορές σε αυτόν απαντούν στις απογραφές των Barozzi (1577), Καστροφύλακα (1583) και Basilicata (1630). Η πιθανότητα, όμως, να είναι το τοπωνύμιό του προελληνικό, σε συνδυασμό με την ισχυρή παρουσία των ελληνορωμαϊκών και βυζαντινών καταλοίπων στα «Περισσάκια», οδηγούν στην υπόθεση ότι η περιοχή κατοικείται συνεχώς από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. 

Κατά τη Β΄ Βυζαντινή περίοδο (961-1204) αναπτύχθηκε, στις βόρειες παρυφές του σημερινού χωριού, ο μικρός οικισμός του Αγίου Ιωάννη Αμνάτου. Με την πάροδο του χρόνου, δημιουργήθηκε στα νότια, στη φυσικά οχυρωμένη θέση «Σκάλωμα», ένας ακόμη αμυντικός οικισμός που ενσωματώθηκε στον προηγούμενο. Το τμήμα αυτό με τον έντονα οχυρωματικό χαρακτήρα αποτέλεσε τον πυρήνα της νεότερης Αμνάτου, με τη φρουριακή διαμόρφωση και τον κυκλοτερή, εσωστρεφή σχεδιασμό της. Γυριστοί στενοί δρομίσκοι χωρίς ορατότητα, φαινομενικά αδιέξοδοι σε αυτόν που δεν ξέρει, συνθέτουν ένα δαιδαλώδες ρυμοτομικό σχέδιο που οργανώνεται σε δεκατέσσερις οικιστικές μονάδες με ισόγεια σπίτια που, καθώς είναι σχεδόν αλληλένδετα μεταξύ τους, διασφάλιζαν την άλλοτε ζωτικής σημασίας μυστική επικοινωνία των κατοίκων. 

Ερείπια μεσαιωνικού πύργου στη συνοικία «Πύργος» Αμνάτου

Η είσοδος στον οικισμό γινόταν από βόρεια μέσω της «Ξυλόπορτας», ελάχιστα ίχνη της οποίας σώζονται σήμερα. Στο νότιο τμήμα του οικισμού διακρίνονται ακόμη τα λείψανα ενός κατακρημνισμένου μεσαιωνικού πύργου. Λίγο βορειότερα, στο διάβα της σημερινής οδού Αρκαδίου, βρίσκεται ένα «καστρόσπιτο» με στενόμακρες πολεμίστρες στην πρόσοψή του. 

Το σπίτι του Καπετάν Βλαστού με τις πολεμίστρες

Ο τόπος είναι όμως και φυσικά οχυρός, ειδικότερα στα ανατολικά, όπου προστατεύεται από την απόκρημνη πλαγιά του Αράμνου. Εκεί υπήρχε, σύμφωνα με τους ντόπιους, μυστική (δι)έξοδος διαφυγής προς τα ορεινά. Ο οχυρωματικός χαρακτήρας της Αμνάτου εντυπωσίασε τον Λατίνο αρχιεπίσκοπο Αθηνών L. Petit (1912-1926), ο οποίος ασχολήθηκε με τη βιογραφία του Αγίου Ιωάννη του Ξένου, που δραστηριοποιήθηκε στην περιοχή στα μέσα περίπου του 10ου αιώνα.

Η πόρτα του μοναστηριού
Στο χωριό υπήρχε βυζαντινός ναός που, σύμφωνα με την προφορική παράδοση, ήταν αφιερωμένος στον Άγιο Ιωάννη. Ο ναός καταστράφηκε στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, αφήνοντας ως μοναδικό μάρτυρα της ύπαρξής του το τοπωνύμιο «Συνοικία του Άη Γιάννη». Σύμφωνα με τις μαρτυρίες των κατοίκων, στα τέλη της δεκαετίας του 1930, ο δάσκαλος Ιωάννης Κανακάκης, παρακινημένος από ενύπνιο όραμα, έσκαψε πρόχειρα το οικόπεδο που είχε παραχωρήσει η Μονή Αρκαδίου στο χωριό για την ανέγερση σχολείου. Οι παλαιότεροι θυμούνται ότι στη νότια πλευρά του οικοπέδου η πρόχειρη αυτή εκσκαφή αποκάλυψε τα αρχιτεκτονικά λείψανα μιας δίκλιτης εκκλησίας, κάποια λατρευτικά και λειτουργικά σκεύη, που σήμερα έχουν πια χαθεί, καθώς και το σκελετό ενός καθήμενου νεκρού, πρακτική που παραπέμπει σε ενταφιασμό επισκόπου. 

Η παραπάνω μαρτυρία δημιουργεί έναν ρομαντικό συνειρμό με όσα γράφει στην Descriptio insulae Cretae (1417) ο Φλωρεντινός μοναχός και λόγιος Chr. Buondelmonti (1385-1430) σχετικά με την επίσκεψή του σε μια επισκοπική εκκλησία αφιερωμένη στον Άγιο Ιωάννη, που συνάντησε στο δρόμο του προς τον Ψηλορείτη, και στην οποία είχε ενταφιαστεί, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, κάποιος επίσκοπος. Ο Buondelmonti πιθανότατα ακολούθησε τη διαδρομή Σταυρωμένος – Άη Γιάννης Αμνάτου – Αρκάδι – Ψηλορείτης, διασχίζοντας τη λεγόμενη «Strada Basilica» των Ενετών, η οποία κατέληγε στην κεντρική πλατεία της Αμνάτου, τον «Βελανιδέ». Σήμερα στο χώρο υψώνεται η σύγχρονη εκκλησία του Αγίου Ιωάννη που εγκαινιάστηκε το 1973 και που για την ανοικοδόμησή της καθαιρέθηκαν, από άγνοια, τα κατάλοιπα του παλαιότερου ναού. 

Νοτιοδυτικά της εκκλησίας του Αγίου Ιωάννη, στην πλατεία του «Βελανιδέ», υψώνεται, στεντόρειος και συνάμα βουβός μάρτυρας της ιστορίας του τόπου, η φημισμένη «Πύλη της Αμνάτου». 

 
«Πύλη της Αμνάτου» σε σύγχρονο οικοδόμημα


Η πύλη έχει αετωματική επίστεψη, το τύμπανο της οποίας κοσμείται με έξεργο μονοκέφαλο αετό στραμμένο στα δεξιά, εκατέρωθεν του οποίου έχουν χαραχτεί τα γράμματα Ζ. και S. Δύο δωρικοί ημικίονες που πατούν σε πεσσούς στηρίζουν επιστύλιο με την επιγραφή «INITIUM SAPIENTI<Α>E TIMOR DOMINI»: «Αρχή Σοφίας, Φόβος Κυρίου» (σημ. Την ίδια επιγραφή τοποθέτησε ο πάπας Sixtus V πάνω από την είσοδο του Archigimnasio della Sapienza στη Ρώμη. ).  

Η επιγραφή της πύλης

Τα δύο τριγωνικά διάχωρα που σχηματίζονται πάνω από το τόξο της εισόδου κοσμούνται με ρόδακα ενώ το κέντρο του τόξου με λεοντοκεφαλή. Σύμφωνα με τον G. Gerola η πύλη κοσμούσε τη νοτιοανατολική πλευρά του «μεγάρου» της γνωστής βενετσιάνικης οικογένειας των Sanguinazzo καθώς ο θυρεός φέρει το έμβλημά τους. Η ταυτότητα του κτιρίου στο οποίο ανήκε η πύλη εξακολουθεί, πάντως, να αποτελεί μια πρό(σ)κληση για τους ειδικούς (σημ. υπάρχει θεωρία που υποστηρίζει ότι το κτήριο αποτελεί την έδρα του Εκκλησιαστικού Θησαυροφυλακίου Κρήτης.). 

Νοτιοδυτικά της πύλης βρίσκεται η μονόκλιτη εκκλησία της Αγίας Μαρίνας με τις ασβεστωμένες σήμερα τοιχογραφίες της, μάρτυρας και αυτή της βενετσιάνικης Αμνάτου, όπως και οι περισσότερες από τις κατοικίες της με τους θόλους, τις περίτεχνες καμινάδες, τα πέτρινα φουρούσια και τις χαρακτηριστικές πετρόκτιστες καμάρες. Στην εκκλησία της Αγίας Μαρίνας κατέφυγαν, όπως μας πληροφορεί ο Μαρίνος Τζάνες Μπουνιαλής στο έμμετρο χρονικό «Διήγησις διά στίχων του δεινού Κρητικού Πολέμου» (1645-1669), οι «καλογράδες» από το κοντινό μοναστήρι του Μερκούρη για να γλιτώσουν από τους Τούρκους. Το μικρό αυτό, γυναικείο τότε, μοναστήρι που βρίσκεται στο δρόμο από την Αμνάτο για το Αρκάδι, ανήκε στη Μονή Αρκαδίου ήδη από τους χρόνους αυτούς. Σήμερα σώζονται ερείπια των προσκτισμάτων του, ενώ πρόσφατα άγνωστοι απέσπασαν το βενετσιάνικο αψιδωτό θύρωμα της εισόδου, στερώντας από το μνημείο ένα σημαντικό στοιχείο της αρχιτεκτονικής του ταυτότητας. 

Η πόρτα στο μοναστήρι «του Μερκούρη»

Στα χρόνια της Ενετοκρατίας ιδρύθηκε στην περιοχή του Αράμνου ελληνικό σχολείο, γνωστό ως «Σχολή Αρκαδίου», που καταστράφηκε το 1866. Εκεί φοίτησαν μοναχοί της ομώνυμης Μονής και παιδιά από τα γύρω χωριά. Το σχολείο επαναλειτούργησε στην συνοικία του Άη Γιάννη μετά το 1878. 

Η Δασκαλοχαρίκλεια
Μεγάλη ήταν η συμβολή των κατοίκων της Αμνάτου στην επανάσταση του 1866 και στο ολοκαύτωμα του Αρκαδίου, και για το λόγο αυτό οι Τούρκοι κατέκαψαν το χωριό. Από την έκρηξη της πυριτιδαποθήκης του Αρκαδίου σώθηκε μονάχα η αμνατσανή Ελένη Λουκάκη ή Σφακιαναντώναινα, μικρό παιδί τότε, η οποία μετέφερε στις επόμενες γενιές τις εναγώνιες στιγμές της ηρωικής αυτοθυσίας. Στην ιστορία πέρασε και η Χαρίκλεια Δασκαλάκη ή Δασκαλοχαρίκλεια, η ψυχή της άμυνας του Αρκαδίου, που έχασε στον Κρητικό Aγώνα και τους τρεις γιους της. Προτομή της έχει στηθεί στην πλατεία του χωριού. 

Οι Τούρκοι κατακτητές κατέλαβαν τα βενετσιάνικα σπίτια της Αμνάτου και η πάλαι ποτέ βενετσιάνικη συνοικία μετονομάστηκε σε «Κονάκια» ή «Αγαδικά». Πλάι στο μεσαιωνικό πύργο, με το οικοδομικό υλικό του, χτίστηκε τζαμί που αργότερα μετατράπηκε σε κατοικία. Το 1834 ο Άγγλος περιηγητής R. Pashley, ερχόμενος από το Αρκάδι στην Αμνάτο, αντίκρισε τον μιναρέ που υψωνόταν πάνω από τις στέγες των σπιτιών τα οποία κατοικούνταν, όπως ο ίδιος αναφέρει, κυρίως από μωαμεθανούς. Ο Pashley, διασχίζοντας την Αμνάτο, συνάντησε αρκετά βενετσιάνικα σπίτια και εντυπωσιάστηκε από το «μέγαρο» της κεντρικής πλατείας με την ενεπίγραφη πύλη.

Τα «σπίτια Βενέτσι»

Μια περιδιάβαση στον οικισμό και τη γύρω περιοχή ολοκληρώνει την εμπειρία του επισκέπτη συναισθηματικά και βιωματικά. Οι σκόρπιες αρχαιότητες, οι ιστορικές μνήμες, τα παλαιά ερειπωμένα σπίτια, που συμπορεύονται με τα σύγχρονα, οι άνθρωποι, το τοπίο, διαμορφώνουν μιαν ιδιαίτερη ατμόσφαιρα. Σήμερα η Αμνάτος επιδιώκει την ανασύσταση της φυσιογνωμίας της και φαίνεται να τα καταφέρνει χάρη στον δραστήριο πολιτιστικό της σύλλογο και την αγάπη των λιγοστών κατοίκων της. Στο χωριό λειτουργούν λαογραφικό και σχολικό μουσείο, αξιόλογοι χώροι προφύλαξης νοσταλγικών αναμνήσεων. 




Σαν πίνακας ζωγραφικής που κρατιέται απεγνωσμένα από τον νοτισμένο τοίχο, ξεθωριασμένος από την αδυσώπητη φθορά του χρόνου και πληγωμένος από τα χέρια των αδαών, έτσι και η Αμνάτος αγωνίζεται για την περιφρούρηση της ταυτότητάς της και διεκδικεί τη θέση που της αξίζει ανάμεσα στους τόπους της Κρήτης με ιστορική και λαογραφική αξία. 

Το Δημοτικό Σχολείο Αμνάτου (σχολικό έτος 1967-1968)


* Το παρόν άρθρο βασίζεται σε μελέτη των αρχαιολόγων Μ. Μιλιδάκη & Χ. Παπαδάκη και της φιλολόγου Δ. Σκάρπα και αφιερώνεται στη μνήμη της γιαγιάς Ειρήνης Μπροτζάκη από την Αμνάτο.

Κυριακή 24 Απριλίου 2016

Ο θάνατος του Διάκου



Πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα, 
καν ο Καλύβας έρχεται, καν ο Λεβεντογιάννης. 
-Ουδ’ ο Καλύβας έρχεται, ουδ’ ο Λεβεντογιάννης, 
Ομέρ-Βρυώνης πλάκωσε με δεκοχτώ χιλιάδες. 
Ο Διάκος σαν τ’αγρίκησε, πολύ του κακοφάνη, 
ψιλή φωνή ν’ εσήκωσε, τον πρώτο του φωνάζει: 
- Το στράτευμά μου (1) σύναξε, μάσε τα παληκάρια, 
δωσ’ τους μπαρούτη περισσή και βόλια με τις φούχτες 
γλήγορα και να πιάσωμε (2) κάτω στην Αλαμάνα, 
όπου ταμπούρια δυνατά έχει (3) και μετερίζια. 
Επήραν τ’ αλαφρά (4) σπαθιά και τα βαριά τουφέκια, 
στην Αλαμάναν’ έφτασαν κι’ έπιασαν τα ταμπούρια. 
-Καρδιά, παιδιά μου, φώναξε (5), παιδιά μη φοβηθήτε, 
ανδρεία (6) ωσάν Έλληνες, ωσάν Γραικοί σταθήτε! 
Εκείνοι εφοβήθηκαν (7) κι’ εσκόρπισαν στους λόγγους. 
Έμειν’ ο Διάκος στη φωτιά (8) με δεκοχτώ λεβέντες, 
τρεις ώρες επολέμαε με δεκοχτώ χιλιάδες. 
Σκίστηκε το τουφέκι του κι’ εγίνηκε κομμάτια, 
και το σπαθί του έσυρε και στη φωτιά ν’ εμπήκε, 
έκοψε Τούρκους άπειρους κι’ εφτά μπουλουκμπασάδες. 
Πλην το σπαθί του έσπασε ν’απάν’ από τη χούφτα (9) 
κι’ έπεσ’ ο Διάκος ζωντανός εις των εχθρών τα χέρια. 
Χίλιοι τον πήραν απ’ εμπρός και δυο χιλιάδες πίσω. 
Κι’ [ο] Ομέρ Βριώνης μυστικά στο δρόμο τον ερώτα: 
- Γένεσαι Τούρκος, Διάκο μου, την πίστη σου ν’ αλλάξης, 
να προσκυνάς εις το τζαμί, την εκκλησιά ν’ αφήσης, 
Κι’ εκείνος τ’ απεκρίθηκε και με θυμό του λέει: 
-Πάτε κι’ εσείς και’ η πίστη σας, μουρτάτες να χαθήτε, 
εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θελ’ απεθάνω. (10) 
Αν θέλετε χίλια φλωριά και χίλιους μαχμουτιέδες, 
μόνο πέντ’ έξι ημερών (11) ζωή να μου χαρίστε, 
όσο να φτάσ’ ο Οδυσσεύς και ο Θανάσης Βάγιας. 
Σαν τ’ άκουσ’ ο Χαλίλμπεης με δάκρυα φωνάζει: 
-Χίλια πουγγιά σας δίνω ’γω κι’ ακόμα πεντακόσια, 
το Διάκο να χαλάσετε, το φοβερό τον κλέφτη, 
ότι (12) θα σβήση την Τουρκιά και όλο το Δοβλέτι. (13) 
Το Διάκο τον επήρανε και στο σουβλί τον βάλαν, 
Ολόρθο τον εστήσανε, κι’ αυτός χαμογελούσε. 
Την πίστη τους τους έβριζε, τους έλεγε μουρτάτες. 
- Εμέν’ αν εσουβλίσετε (14), ένας Γραικός εχάθη, 
ας είν’ καλά ο Οδυσσεύς κι’ ο καπιτάν Νικήτας, 
αυτοί θα κάψουν την Τουρκιά κι’ όλο σας το Δοβλέτι. 



Δημήτριος Σ. Λουκᾶτος - Τὰ Πρῶτα Τραγουδήματα τοῦ Εἰκοσιένα 
(Κείμενα ἀπὸ τὸν Φλωριέλ) 
 Ἀπὸ περ. ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, Ἀφιέρωμα στὸ ’21, 
Δεκέμβριος 1970, Νο 1043 σσ. 246-59


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 

1. Ο Πολίτης (Εκλογαί 11) διορθώνει σωστά: «τον ταϊφά μου». 
2. Θα ήταν δημοτικότερα: «Ογλήγορα να πιάσωμε». 
3. Ίσως: «Πο ’χει ταμπούρια δυνατά, έχει και μ». 
4. αλαφριά 
5. Ίσως: «Κάντε καρδιά, τους φώναξε». 
6. ανδρείοι ωσάν Ε. (Η έκφραση συνηθιζόταν στις προκηρύξεις). 
7. εφοβήθηκανε, 
8. ή: μονάχος, 
9. Λέγεται και φούχτα και χούφτα, 
10. Απ’ αυτό και «θε να πεθάνω», 
11. Ίσως ήταν: «μόνο τριώ μερών ζωή, θέλω να μου χαρίστε» (ή: μονάχα πεντ–έξι μερών»), 
12. γιατί… 
13. Θα πήγαινε κι’ εδώ (όπως και στον στίχ. 42): κι’ όλο σας το Δεβλέτι (ή Δοβλέτι), 
14. Άλλοι διορθώνουν: κι’ αν με σουβλίσετε.



Σάββατο 9 Απριλίου 2016

Τοῦ Ὀλύμπου



                       
Τό τραγοῦδι τοῦ Ὀλύμπου εἶναι ἀναμφισβητήτως ἕνα ἐκ τῶν ὡραιοτέρων τῆς ποιήσεως. Ἴσως μάλιστα, ἐξ ὅλων τῶν κλέφτικων τραγουδιῶν, εἶναι ἐκεῖνο, εἰς τοῦ ὁποίου τήν σύνθεσιν καί τάς λεπτομερείας εὑρίσκομεν εἰς μεγαλύτερον βαθμόν τήν πρωτόγονον τόλμην τῆς επινοήσεως, τήν τραχεῖαν ὁρμήν τῆς φαντασίας καί τήν αποτελεσματικήν ἁπλότητα τῆς ἐκφράσεως, τά ὁποῖα κυρίως χαρακτηρίζουν ὅλα τά δημοτικά τραγούδια. 

Ἡ πραγματική ὑπόθεσις τοῦ τραγουδιοῦ εἶναι ὁ ἐπικείδιος ἔπαινος κάποιου Κλέφτη, ἀγνώστου σήμερον μεταξύ τῶν Κλεφτῶν τῆς Θεσσαλίας. Τό μάλωμα τοῦ Ὀλύμπου καί τοῦ Κισσάβου (ἡ Ὄσσα τῶν ἀρχαίων) ὅσον λαμπρόν καί ἄν εἶναι ἐξεταζόμενον ὠς ὑπόθεσις, ἐν τούτοις πρέπει νά θεωρηθή ὠς δευτερεῦον στοιχεῖον, ὠς πλαίσιο τῆς εικόνος, ἐκ τοῦ βάθους τῆς ὁποίας ἡ ἱστορία καί ὁ ἔπαινος τοῦ νεκροῦ πολεμιστοῦ ἀναδύεται λαμπρῶς καί κατά τόν πλέον ἐντυπωσιακόν τρόπον. Θά ἠθέλομεν νά γνωρίσωμεν, ποιος εἶναι ὁ γενναῖος αὐτός Ἕλλην, τοῦ ὁποίου τά κατορθώματα ἦσαν ἡ ἀφορμή μιᾶς τόσον ζωηρᾶς ἐμπνεύσεως· ἀλλά τό όνομά του δεν ἀνεφέρθη· παρέμεινε εἰς τήν σκέψιν, σχεδόν θα ἔλεγα εἰς τήν ἔκστασιν τοῦ ποιητοῦ καί τίποτε δέν μᾶς βοηθεῖ νά τό ὑποθέσωμεν. 

Τό τραγοῦδι τοῦ Ὁλύμπου, κατά τήν γνώμην μου, πρέπει νά συμπεριληφθῆ μεταξύ τῶν πλέον ἀρχαίων τοῦ εἴδους του· καί σχεδόν δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι συνετέθη εἰς τήν Θεσσαλίαν, ἀλλά τραγουδεῖται εἰς ὅλην τήν Ἑλλάδα καί δέν εἶναι ἄγνωστον ἀκόμη καί εἰς τήν Κωνσταντινούπολιν. Εἶναι ἀνωφελές νά προσθέσω ὅτι τά ληφθέντα ἀντίγραφα εἰς διαφόρους τόπους διαφέρουν ἀρκετά μεταξύ των· ἐχρησιμοποίησα δύο ή τρία διά νά συνθέσω τό κείμενον τό ὁποίον ἀκολουθεῖ. 


  ΤΟΥ ὈΛΥΜΠΟΥ


«Ὁ Ὄλυμπος κ' ὁ Κίσσαβος, τά δυό βουνά μαλώνουν· 
Γυρίζει τότ' ὁ Ὄλυμπος, καί λέγει τοῦ Κισσάβου· 
Μή με μαλώνεις, Κίσσαβε, κονιαροπατημένε! 
Ἐγώ είμ' ὁ γέρος Ὄλυμπος, 'σ τόν κόσμον ξακουσμένος. 
Ἔχω σαράντα δυό κορφαῖς, ἑξήντα δυό βρυσούλαις· 
Πᾶσα βρυσή καί φλάμπουρον, παντοῦ κλαδί καί κλέφτης· 
Καί 'σ τήν ψηλήν μου κορυφήν ἀετός εἶν' καθισμένος, 
Καί εἰς τά νύχια του κρατεῖ κεφάλ' ἀνδρειωμένου· 
»Κεφάλι μου, τί ἔκαμες, κ' εἶσαι κριματισμένον;
- »Φάγε, πουλί, τά νεάτα μου, φάγε καί τήν ανδρείαν μου,
»Νά κάμης πήχην τό φτερόν, και πιθαμήν τό νύχι. 
»'Σ τόν Λοῦρον, 'σ τό Ξερόμερον ἁρματωλός ἐστάθην, 
»'Σ τά Χάσια καί 'σ τόν Όλυμπον δώδεκα χρόνους κλέφτης· 
»Ἑξῆντ' ἀγάδαις σκότωσα, κ' ἔκαψα τά χωριά τους· 
»Κ' ὅσους 'σ τόν τόπον ἄφησα καί Τούρκους κ' Ἀρβανίταις, 
»Εἶναι πολλοί, πουλάκι μου, καί μετρημόν δέν ἔχουν. .
»Πλήν ἦρθε κ' ἡ ἀράδα μου 'σ τόν πόλεμον νά πέσω».


Από την συλλογή του Claude Fauriel  
«Τα Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια», (1824),
μετάφραση Απ.Δ.Χατζηεμμανουήλ.

Σάββατο 2 Απριλίου 2016

ΑΠΡΙΛΙΟΣ

Spring Flowers by Myles Birket Foster

Δεύτερος μήνας της Ανοίξεως είναι ο Απρίλιος. Η λέξη Απρίλιος (Aprillis), ετυμολογείται από το λατινικό ρήμα aperire, που σημαίνει «ανοίγω». Είναι ο μήνας στην διάρκεια του οποίου ο καιρός σταδιακά «ανοίγει», ανθίζουν τα λουλούδια με συνέπεια να ταυτίζεται με την Άνοιξη, όπως σημειώνεται στον Μέγα Συναξαριστή. 

Ο Απρίλιος είναι ο τέταρτος μήνας κατά το Ιουλιανό και Γρηγοριανό ημερολόγιο, ενώ κατείχε την δεύτερη θέση στο ρωμαϊκό δεκάμηνο ημερολόγιο. Ο Απρίλιος μέχρι την εποχή του Ρωμαίου Αυτοκράτορα Ιουλίου Καίσαρα περιελάμβανε 29 ημέρες, ωστόσο από τότε και έπειτα μετράει 30 ημέρες. Το 65 μ. Χ. ο Νέρων προσπάθησε, χωρίς επιτυχία, να μετονομάσει τον Απρίλιο σε Νερώνιο (Neronius) σε ανάμνηση της σωτηρίας του μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας του στην οποία συμμετείχε και ο δάσκαλός του Σενέκας, ο οποίος τελικά αυτοκτόνησε για να αποφύγει τον εξευτελισμό. 

Στο αρχαίο Αθηναϊκό ημερολόγιο αντιστοιχεί στον μήνα Μουνιχιώνα, διάρκειας 29 ημερών ( 24 Μαρτίου - 22 Απριλίου), ο οποίος έλαβε το όνομα του απ' την γιορτή της Μουνιχίας Αρτέμιδος. Προς τιμήν της θεάς τελούνταν μεγαλοπρεπή γιορτή την 16η ημέρα στον ιερό ναό της, ο οποίος βρισκόταν στον Πειραιά πάνω στο σημερινό λόφο του προφήτη Ηλία και σύμφωνα με την παράδοση είχε χτιστεί από τον μυθικό ήρωα Μουνίχο. Τα Μουνίχια καθιερώθηκαν λόγω της θρησκευτικής πίστης των Αθηναίων πως η θεά Άρτεμις, θεά της Σελήνης, τους φώτιζε με την μορφή της πανσελήνου, στη νικηφόρα ναυμαχία της Σαλαμίνος εναντίον των Περσών. Οι πιστοί προσέφεραν στην θεά τυρόπλαστους πλακούντες, που ονομάζονταν «αμφιφώντες», γιατί τοποθετούνταν μεταξύ δύο κεριών που αλληγορικά έδειχναν την ανατολή και τη δύση της Σελήνης. 



Άλλες σημαντικές γιορτές που πραγματοποιούνταν κατά το μήνα αυτό ήταν η γιορτή προς τιμήν του θεού Έρωτα την 4η ημέρα στο «Εν κήποις» ιερό της θεάς Αφροδίτης στην Ακρόπολη, καθώς και τα Βραυρώνια ανήμερα της πανσελήνου. Επίσης, τελούνταν τα Ολυμπιεία την 19η ημέρα, προς τιμήν του Ολυμπίου Διός, τα οποία καθιερώθηκαν από τον Πεισίστρατο, όταν θεμελίωσε τον ναό του Ολυμπίου Διός (Ολυμπιείον) στις όχθες του Ιλισού το 530 π.Χ. Τα αθηναϊκά Ολύμπια τελούνταν στον περίβολο του ναού και με την πάροδο του χρόνου παρήκμασαν. Ανανεώθηκαν από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Αδριανό, επ’ ευκαιρία της συμπλήρωσης και τελειοποίησης του Ολυμπιείου το 129 μ.Χ. 

Μια ακόμα σημαντική γιορτή ήταν η Δελφινίου Πομπή, εις ανάμνησιν της ικεσίας του Θησέα και των συντρόφων του στο ιερό του Δελφινίου Απόλλωνα πριν πλεύσουν για την Κρήτη και το λαβύρινθο του βασιλιά Μίνωα. Την 6η Ικέτιδες, κρατώντας τις ικετηρίες, δηλαδή κλαδιά ελιάς στολισμένα με μαλλιά, πήγαιναν με πομπή στο Δελφίνιο, τον ναό του θεού στον Ιλισσό (Πλουτ. Θησ. ΙΗ’). Εκεί τις κατέθεταν στον βωμό, σε ένδειξη των ικεσιών τους, γι’ αυτό και έλεγαν την φράση «ικετηρίαν τιθένα» (Ηρδ. Ε’, 51 -Δημσθ). 

Στην γιορτή των Δελφίνιων, οι Αθηναίοι -εκτός από τον Απόλλωνα- τιμούσαν και την αδελφή του, την Δελφίνια Άρτεμη. Την 6η του μηνός Μουνιχιώνα εγκαινιαζόταν η αρχή των θαλασσίων ταξιδιών μετά την χειμερινή διακοπή τους. Στην κοντινή Αίγινα ετελείτο η ίδια γιορτή τον μήνα Δελφίνιο, αντίστοιχο του αττικού μήνα Μουνιχιώνα. Εκεί η γιορτή πανηγυριζόταν με αγώνες οι οποίοι ονομάζονταν Υδροφόρια, σε ανάμνηση της προσέγγισης των Αργοναυτών στην Αίγινα, κατά την επιστροφή τους από την Αία της Κολχίδος, όπου προμηθεύτηκαν πόσιμο νερό για να συνεχίσουν το ταξίδι τους προς την Ιωλκό. 


ΕΟΡΤΑΣΜΟΙ & ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ 

Δεδομένου ότι ορισμένοι από τους ρωμαϊκούς μήνες ήταν αφιερωμένοι προς τιμήν διαφόρων θεών, ο Απρίλιος, σύμφωνα με την αρχαία Ρωμαϊκή παράδοση, ήταν αφιερωμένος στην Θεά Αφροδίτη - από το ελληνικό όνομα της θεάς Αφροδίτης (Aphros), ή από την ετρουσκική θεότητα Apru - την οποία οι Ρωμαίοι τιμούσαν με μεγαλοπρεπείς γιορτές την πρώτη ημέρα του μήνα. Παράλληλα, ήταν αφιερωμένος και στον Απόλλωνα, από την λαϊκή ονομασία του οποίου, Aperta, ίσως και να προήλθε το όνομά του. 


Megalesia - Cybele on her Chariot

Oι γιορτές των αρχαίων Ρωμαίων συνεχίζονταν με τα Μεγαλήσια (Megalesia), τα οποία τελούνταν στην Ρώμη από τις 4 μέχρι τις 10 Απριλίου προς τιμήν της Μεγάλης Θεάς Μητέρας (Magna mater) Κυβέλης. Η λατρεία της Θεάς εισήχθη στην Ρώμη κατά την διάρκεια του δεύτερου Καρχηδονιακού πολέμου από την Πεσινούντα της Φρυγίας, από όπου οι ιερείς την μετέφεραν στην Ρώμη και το είδωλο της Θεάς που τοποθετήθηκε στο κέντρο του ναού της στον Παλατίνο Λόφο. Κατά την διάρκεια της εβδομαδιαίας αυτής γιορτής, κατά την οποία οργανώνονταν μουσικοί και γυμνικοί αγώνες, οι ευνούχοι ιερείς της Κυβέλης περιέφεραν με πομπή στην πόλη το είδωλο της Θεάς, το οποίο οι πιστοί της έραιναν με νομίσματα και ροδοπέταλα. 

Στις 21 Απριλίου οι Ρωμαίοι γιόρταζαν τα Palilia, ποιμενική γιορτή προς τιμή της θεότητας Pales, αντίστοιχη προς την Vesta (Εστία) ή προς την Μεγάλη Μητέρα των Θεών, Κυβέλη. Κατά την διάρκεια των Palilia, οι ποιμένες κρατώντας κλαδιά δάφνης, ράντιζαν με νερό το έδαφος. Στην συνέχεια άναβαν φωτιές και πηδούσαν τρεις φορές πάνω απ' αυτές για να εξαγνιστούν. Οι Ρωμαίοι, επειδή πίστευαν ότι την ημέρα αυτή ο μυθικός Ρωμύλος είχε χτίσει την Ρώμη, θεωρούσαν τα Palilia ως επέτειο της κτίσης της αιώνιας πόλης. Η γιορτή αυτή διατηρήθηκε μέχρι το 787 μ. Χ. οπότε καταργήθηκε από την Ζ' Οικουμενική Σύνοδο ως ειδωλολατρική. 


Festa di Pales - Joseph-Benoît Suvée

Στις 22 Απριλίου οι Ρωμαίοι γιόρταζαν με κρασοκατανύξεις τα Vinalia priora τα πρώτα «οινοφόριά» τους, δηλαδή τις πρώτες γιορτές του κρασιού στο έτος, ενώ στις 28 Απριλίου άρχιζαν και συνεχίζονταν μέχρι τις 2 Μαΐου τα Floralia, τα Ρωμαϊκά Ανθεστήρια, προς τιμήν της Flora, Θεάς της βλάστησης, της χλωρίδας και της άνοιξης. 

Trionfo di Flora - Giovanni Battista Tiepolo

Οι Αγγλοσάξονες ονόμαζαν τον Απρίλιο Oster-monath ή Eostur-monath, προς τιμήν της θεάς Εστίας η οποία γιορτάζεται κατά την διάρκεια του μήνα. Στο Αγγλοσαξωνικό ημερολόγιο καλείται και ως ο μήνας της Ανοίξεως ενώ παράλληλα του αποδίδεται η ετυμολογική ρίζα του Πάσχα. Στην Κίνα, το συμβολικό όργωμα της γης από το αυτοκρατορικό ζεύγος λάμβανε χώρα κατά τον τρίτο μήνα του κινέζικου ημερολογίου, που αντιστοιχεί με τον δικό μας Απρίλιο. 

ΕΘΙΜΑ & ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ 

Τον μήνα αυτόν, υπάρχει σχεδόν σε όλες τις χώρες της Ευρώπης το έθιμο της Πρωταπριλιάς με τα αθώα ψέματα. Το αρχαιότατο αυτό έθιμο της Δύσης, το οποίο πιθανώς ήρθε στην Ελλάδα την εποχή των Σταυροφοριών, έχει τις ρίζες του στους αρχαίους Κέλτες. Επειδή τον Απρίλιο ο καιρός καλοσύνευε συνήθιζαν την πρωταπριλιά να πηγαίνουν για ψάρεμα. Τις περισσότερες φορές γύριζαν φυσικά με άδεια χέρια, κι έτσι κατέφευγαν σε ψεύτικες ιστορίες για μεγάλα ψάρια. Γι' αυτό οι Γάλλοι ονομάζουν ακόμα και σήμερα το πρωταπριλιάτικο ψέμα, Poisson d' Avril δηλαδή «Ψάρι του Απρίλη».



Το έθιμο ήταν γνωστό και στην Μεσαιωνική Γαλλία. Την εποχή εκείνη είχε καθιερωθεί στην Γαλλία για κάποιο διάστημα, ως αφετηρία του έτους η 1η Απριλίου, αφού ο εορτασμός του Πάσχα κατά τον Απρίλιο, καθόριζε ταυτόχρονα την ημερολογιακή αρχή του έτους. Την 1η Απριλίου του 1560 ή του 1564, επί Καρόλου Θ' (1560-1574) μετατέθηκε η αρχή του έτους από την 1η Απριλίου, στην 1η Ιανουαρίου, για να συμβαδίζει ημερολογιακά η Γαλλία με τις άλλες χώρες• στην συνέχεια το 1583, με διάταγμα του Ερρίκου Γ' υιοθετήθηκε το Γρηγοριανό ημερολόγιο και σταθεροποιήθηκε η αρχή του έτους την 1η Ιανουαρίου. Η αλλαγή αυτή, δημιούργησε προβλήματα στον λαό, καθώς οποιαδήποτε ημερολογιακή μετάθεση, ή οτιδήποτε έχει σχέση με την οργάνωση του χρόνου, συνεπάγεται έντονη συναισθηματική φόρτιση. Όσοι από τους υπηκόους του Ερρίκου Γ' αποδέχτηκαν την ημερολογιακή αλλαγή, πείραζαν εκείνους που συνέχιζαν να τηρούν την 1η Απριλίου ως Πρωτοχρονιά, λέγοντάς τους περιπαικτικά ψέματα και κάνοντάς τους ψεύτικα πρωτοχρονιάτικα δώρα. 

Στην χώρα μας διαγωνίζονται για το ποιος θα πει το μεγαλύτερο ψέμα, όπως το: 

«Έλα να πούμε ψέματα
ένα σακί γιομάτο
φόρτωσα ένα μπόντικα
σαράντα κολοκύθια
κι απάνου στα καπούλια του
 ένα σακί ρεβύθια». 

Στην Κομοτηνή λέγανε πως την Πρωταπριλιά το' χαν σε καλό να γελούν «για να γίνουν τα κουκούλια τους», τον καιρό που τρέφανε μεταξοσκώληκες για μετάξι. Με τα πρωταπριλιάτικα ψέματα άλλοτε παραπλανούσανε τα στίφη των φοβερών δαιμόνων. Τους ξεγελάγανε για να κτυπάνε αλλού, μακριά από τα δένδρα τους, όσο να λιώσουν οι δαίμονες και να χαθούν με τα τελευταία χιόνια. 

Άλλα έθιμα & πεποιθήσεις ανά την Ελλάδα: 

Στην Σύμη τον Απρίλη ανάβουν φωτιές και πηδώντας λένε: 

«Έξω ψύλλοι και κοριοί 
και μεγάλοι ποντικοί». 

Στην Θράκη το πρωταπριλιάτικο νερό της βροχής θεωρείται ευεργετικό για τις «θερμές» (πυρετούς). 

Στην Κύπρο δεν απλώνουν ρούχα την 1η Πέμπτη του Απρίλη («πρωτόπεφτο»), ούτε βγάζουν έξω από το σπίτι εργαλεία, γιατί καταστρέφεται η καλή τύχη του σπιτιού, «αναθεμελιώνεται». Την ημέρα αυτή δεν κάνει να σκάψει κάποιος, γιατί «σκάφτει τον λάκκο του». 


Ανηφορικός δρόμος Γερόντων

Στην Αράχοβα, την ημέρα του Αγ. Γεωργίου, συναντάμε το έθιμο «ο δρόμος των γερόντων» όπου οι γέροντες, πηγαίνουν σ’ έναν απότομο ανήφορο γεμάτο κροκάλες και παραβγαίνουν κι όποιος νικήσει παίρνει ένα αρνί. Μετά τον αγώνα γίνεται χορός και ακολουθούν κανονιές. 

Στο Λεωνίδιο, την νύχτα της Ανάστασης, ο ουρανός γεμίζει από εκατοντάδες αυτοσχέδια αερόστατα, που κατασκευάζουν οι κάτοικοι μόνοι τους, από κόκκινο χαρτί, σύρμα, καλάμι και στουπί. Ένα ακόμα γνωστό έθιμο είναι το βάψιμο των αυγών, έθιμο με πανάρχαιες καταβολές. 



Οι αρχαίοι Έλληνες, οι Πέρσες και οι Κινέζοι έδιναν τα αυγά σαν δώρα, στις ανοιξιάτικες γιορτές τους πολύ πριν τις προ-Χριστιανικές ανοιξιάτικες γιορτές. Εμφανίζονται δε παράλληλα στην μυθολογία, όπου διαβάζουμε πως το Πουλί του Ήλιου έχει εκκολαφθεί από το Aυγό της Γης. Μερικά παγανιστικά έθιμα δείχνουν τον παραλληλισμό του αυγού προς την δημιουργία της ζωής πάνω στην γη. Το βάψιμο των αυγών, χρώματος κόκκινου, το οποίο συμβολίζει την ευτυχία στην οικογένεια, το συναντάμε τόσο στην χώρα μας όσο και σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. 

Σε πολλά μέρη της Ελλάδος, οι νοικοκυρές, ρίχνουν τα τσόφλια των βαμμένων αυγών στα χωράφια, στις ρίζες των δέντρων κι λέγουν την ευχή: «να πιάσουν όλα τα φυτέματα»

Στην Ύδρα, την βαφή των κόκκινων αβγών δεν την έχυναν, γιατί πίστευαν πως έτσι δεν έδιωχναν την καλή τύχη των κοριτσιών τους. Στην Κορώνη, τα Μεγαλοπεφτιάτικα αβγά τα φυλούσαν και τα έτρωγαν όταν τους πονούσε ο λαιμός τους. 



Στην Ήπειρο, όταν γυρίζουν από την Ανάσταση, ξημερώνοντας γεμίζουν μισό τσόφλι από κόκκινο αβγό με κοπριά αγελάδος (ευφορικό σύμβολο) και το κολλούν πάνω στο πράκι της θύρας τους. «Τα τσόφλια των πασχαλινών αβγών τα φυλάνε και τα ρίχνουν μαζί με ροδοπέταλα και άλλα λουλούδια έξω από την είσοδο του σπιτιού τα χαράματα της Πρωτομαγιάς για το καλό του χρόνου». 

Για το καλό του χρόνου και την απαλλαγή από τους ψύλλους γίνεται στο Στασίο και η εξής εξορκιστική ενέργεια: «στο τέλος του φαγητού μαζεύουν τα υπολείμματα και τις αυγόφλουδες» και μια κοπέλα τρέχει σε ένα γειτονικό σπίτι και τα πετά στην αυλή φωνάζοντας Κυρά… τους ψύλλους εγώ τους ξεχειμώνιασα, εσύ να τους ξεκαλοκαιριάσεις». 

ΑΛΛΑ ΕΘΙΜΑ

Σε χώρες του σλαβικού, κυρίως, κόσμου, τα βαμμένα αβγά είναι μικρά έργα τέχνης, εφάμιλλα ζωγραφικών πινάκων ή θρησκευτικών εικόνων. Στην μεσαιωνική Αγγλία, το βάψιμο και η διακόσμηση των αυγών αποτελούσε έθιμο για όλες τις οικογένειες. Σύμφωνα με τα απομνημονεύματα του Εδουάρδου του πρώτου, το 1290 ξοδεύτηκαν 18 πένες (τεράστιο, τότε, ποσό) για να βαφτούν και να χρυσοστολιστούν 450 αυγά που θα χρησίμευαν σαν πασχαλινά δώρα. 

Στην Ουκρανία, τα ζωγραφισμένα αβγά, εκτός από έθιμο των ημερών, αποτελούν όλο το χρόνο, σουβενίρ για όσους επισκέπτονται την χώρα. Για το ζωγράφισμα, χρησιμοποιείται η μέθοδος μπατίκ. Τα μέρη στο τσόφλι που δεν πρέπει να βαφτούν, καλύπτονται με κερί. Κατόπιν, με ένα ειδικό εργαλείο και λιωμένο κερί, το αβγό σχεδιάζεται και μετά στολίζεται. 



Οι Πολωνοί βάφουν, επίσης, και αβγά πάπιας ή χήνας. Στο παρελθόν, επιτρεπόταν μόνο στις γυναίκες να διακοσμήσουν αβγά, ενώ απαγορευόταν η είσοδος των ανδρών στο σπίτι κατά την διάρκεια της διαδικασίας, καθώς, σύμφωνα με την παράδοση, έφερναν κακοτυχία και ατυχήματα. Στον Νότο της Κροατίας, πάνω στο κόκκινο της βαφής, σχεδιάζεται ένας λευκός σταυρός, ενώ στην υπόλοιπη χώρα κυριαρχούν σχέδια με λουλούδια και γεωγραφικά μοτίβα, εμπνευσμένα κυρίως από την φύση. 


ΔΗΜΩΔΕΙΣ ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ & ΠΡΟΣΩΝΥΜΙΑ 
 
Ο ελληνικός λαός αποκαλεί τον μήνα αυτόν και με τα ονόματα Απρίλης, Απρίλες, και Λαμπριάτης λόγω της γιορτής της Λαμπρής, του Χριστιανικού Πάσχα, που τελείται συνήθως το μήνα αυτό. Ο Απρίλιος και ο Μάιος θεωρούνται οι καθ΄ αυτού μήνες των λουλουδιών εξ' ου και η ονομασία Απριλομάης: «Ο Απρίλης με τα λούλουδα κι ο Μάης με τα ρόδα». 

Χάρη στην ανοιξιάτικη σύνδεσή του ο Απρίλης τραγουδήθηκε ιδιαίτερα από τους ποιητές αλλά κι από τον λαό μας: «Έστησ’ ο Έρωτας χορό με τον ξανθό Απρίλη» και «Ο Απρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε». 

Daniel Ridgway Knight - Roses

Συχνά αναφέρεται και ως Τριανταφυλλάς, επειδή τότε ανθίζουν οι τριανταφυλλιές, μια ονομασία που συναντάμε και για τον Μάιο, για τον ίδιο λόγο. Επίσης, η ενασχόληση του λαού μας με την γεωργία έχει κληροδοτήσει και πολλές παροιμίες και δημώδη στιχάκια. 

Για τις απριλιάτικες βροχές, για παράδειγμα, οι οποίες θεωρούνταν από τους γεωργούς ευεργετικές, λέγεται το εξής: 

«Αν κάνει ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, 
χαρά σε κείνο το ζευγά που ‘χει πολλά σπαρμένα» 

αλλά και το 

«Αν βρέξει ο Μάρτης δυο νερά και ο Απρίλης πέντε, 
να δεις το κοντοκρίθαρο πως στρίβει το μουστάκι, 
να δεις και τις αρχόντισσες πως ψιλοκλισαρίζουν, 
να δεις και τη φτωχολογιά πως ψιλοκοσκινάει". 

 Ωστόσο, επειδή οι γεωργοί ανησυχούν για τον καιρό μέχρι τις 18 Απριλίου λέγεται: 

«Ως τ’ Απριλιού τις δεκαοχτώ να’ χεις τα μάτια σου ανοιχτά. 
Περάσανε οι δεκαοχτώ, άραξε πάνω σ’ ένα αυγό». 

April Showers - Frederick Childe Hassam

Σ’ άλλες πάλι περιοχές της υπαίθρου ο Απρίλης αποκαλείται και «Γρίλλης» (γκρινιάρης) επειδή στον μήνα αυτόν τελείωναν τα αποθέματα της προηγούμενης συγκομιδής και δημιουργούνταν οικογενειακές γκρίνιες. «Ο Απρίλης ο γρίλλης, ο Μάης ο πολυψωμάς».  

Αποκαλείται και «τιναχτοκοφινίτης» επειδή τινάζουν τα κοφίνια για να τα καθαρίσουν: «Απρίλης, γρίλλης, τιναχτοκοφινίτης». Αναφέρεται, επίσης, και ως Αϊ-γεωργίτης λόγω της εορτής του Αγ. Γεωργίου στις 23 του μήνα, ο οποίος θεωρείται από τους Σαρακατσάνους κτηνοτρόφους ως προστάτης τους και γιορτάζεται με διάφορους αθλητικούς και ιππικούς αγώνες. 

 Άλλες παροιμίες στην ελληνική λαογραφία είναι οι ακόλουθες: 

- «Ο Μάης έχει το όνομα και ο Απρίλης τα λουλούδια». 
- «Ο Απρίλης έχει την δροσιά και ο Μάης τα λουλούδια». 
- «Και τ’ Απριλιού τις δεκαχτώ, πέρδικα ψόφησε στ’ αβγό». 
- «Αν ρίξει Απρίλης τρεις βροχές κι ο Μάης άλλες δύο, να δεις σταφύλια σαν παιδιά και πίτες σαν αλώνια». 
- «Αν βρέξει ο Απρίλης δυο νερά κι ο Μάης άλλο ένα τότε τ’ αμπελοχώραφα χαίρονται τα καημένα». 
- «Αν κάνει ο Μάρτης τρία νερά κι ο Απρίλης άλλα δύο, να δεις του Μάρτη τα κουκιά, τ' Απρίλη τα σιταράκια, να δεις το γέρο 
- Κρίθαρο πώς τρέφει τη μουστάκα». 
- «Απρίλης έχει τα χάδια κι ο Μάρτης τα δαυλιά». 
- «Απρίλης φέρνει την δροσιά, φέρνει και τα λουλούδια». 
- «Απρίλης, Μάης, κοντά ειν' το θέρος». 
- «Και τ' Απριλιού ταις δεκοχτώ, πέρδικα ψόφησε στ' αυγό» (δηλ. απ' το κρύο) 
- «Σαν ρίξει ο Μάρτης μια βροχή κι Απρίλης άλλη μία, να δεις κουλούρες στρογγυλές και πίττες σαν αλώνι». 
- «Του Απρίλη η βροχή, κάθε σταγόνα και φλουρί». 
- «Του Μάρτη ξύλα φύλαγε, μην κάψεις τα παλούκια, και τ' Απριλιού τις δεκοχτώ, μην κάψεις τα καρούλια (του αργαλειού)». 


Ο ΑΠΡΙΛΙΟΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ 

Ὁ Πειρασμός

Ἒστησ᾿ ὁ Ἔρωτας χορὸ μὲ τὸν ξανθὸν Ἀπρίλη, 
Κι᾿ ἡ φύσις ηὗρε τὴν καλὴ καὶ τὴ γλυκιά της ὥρα, 
Καὶ μὲς στὴ σκιὰ ποὺ φούντωσε καὶ κλεῖ δροσιὲς καὶ μόσχους 
Ἀνάκουστος κιλαϊδισμὸς καὶ λιποθυμισμένος. 
Νερὰ καθάρια καὶ γλυκά, νερὰ χαριτωμένα, 
Χύνονται μὲς στὴν ἄβυσσο τὴ μοσχοβολισμένη, 
Καὶ παίρνουνε τὸ μόσχο της, κι᾿ ἀφήνουν τὴ δροσιά τους, 
Κι᾿ οὖλα στὸν ἥλιο δείχνοντας τὰ πλούτια της πηγῆς τους, 
Τρέχουν ἐδῶ, τρέχουν ἐκεῖ, καὶ κάνουν σὰν ἀηδόνια. 
Ἔξ᾿ ἀναβρύζει κι᾿ ἡ ζωή, σ᾿ γῆ, σ᾿ οὐρανό, σὲ κύμα. 
Ἀλλὰ στῆς λίμνης τὸ νερό, π᾿ ἀκίνητό ῾ναι κι ἄσπρο, 
Ἀκίνητ᾿ ὅπου κι᾿ ἂν ἰδῆς, καὶ κάτασπρ᾿ ὡς τὸν πάτο, 
Μὲ μικρὸν ἴσκιον ἄγνωρον ἔπαιξ᾿ ἡ πεταλούδα, 
Ποῦ ῾χ᾿ εὐωδίσει τς ὕπνους της μέσα στὸν ἄγριο κρίνο. 
Ἀλαφροΐσκιωτε καλέ, γιὰ πὲς ἀπόψε τί ῾δες· 
Νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια! 
Χωρὶς ποσῶς γῆς, οὐρανὸς καὶ θάλασσα νὰ πνένε, 
Οὐδ᾿ ὅσο κάν᾿ ἡ μέλισσα κοντὰ στὸ λουλουδάκι, 
Γύρου σὲ κάτι ἀτάραχο π᾿ ἀσπρίζει μὲς στὴ λίμνη, 
Μονάχο ἀνακατώθηκε τὸ στρογγυλὸ φεγγάρι, 
Κι᾿ ὄμορφη βγαίνει κορασιὰ ντυμένη μὲ τὸ φῶς του. 

(ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ Γ´ - Ἐλεύθεροι Πολιορκημένοι)
Διονύσιος Σολωμός



A Song of Springtime - John William Waterhouse