Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2015

Η κατοικία


Γενικά

Οικιστική μελέτη του χωριού & του συνοικισμού

Το λαϊκό σπίτι, αν το σκεφτούμε μέσα στη συνοικιστική του ομάδα, αποτελεί το ιερό καταφύγιο, αλλά και το ορμητήριο του πρώτου κοινωνικού πυρήνα, που είναι η οικογένεια. Γι' αυτό συγκεντρώνει την ύψιστη προσοχή του δημιουργού (νοικοκύρη ή οικοδόμου, για τα τρία κυριότερα στοιχεία της οργανικής του οντότητας, το στέρεο και εξυπηρετικό χτίσιμο, την καλή γειτνίαση και την πρακτική ομορφιά.

Η μελέτη λοιπόν της λαϊκής κατοικίας πρέπει να γίνεται στα πλαίσια του περιβάλλοντος και του συνόλου των άλλων σπιτιών. Υπάρχει "κοινωνία σπιτιών", όπως υπάρχει και η κοινωνία ανθρώπων. Ο μελετητής λαογράφος, πριν προχωρήσει στην περιγραφή των κατοικιών και της ζωής ενός χωριού, πρέπει να δώσει την συνολική μορφή και τα οικιστικά χαρακτηριστικά του χωριού, με την εξής σειρά:

Επταχώρι Καστορίας

1. Οπτική (πανοραματική) μορφή του χωριού.
Τα σχήματα συνήθως των συνοικισμών είναι: κυκλικά, ασύμμετρα και επιμήκη. Ο κυκλικός συνοικισμός (χωριό) συγκεντρώνεται γύρω από ένα ύψωμα (παλιόκαστρο), μια εκκλησία, μια πηγή ή μια αγορά. Οι δρόμοι του βγαίνουν έξω ακτινωτά. Ο επιμήκης (ή μακρυδρομικός) συνοικισμός σχηματίζεται παράλληλα με τους μεγάλους εθνικούς δρόμους και είναι νεώτερος, 
Οι σύμμετροι συνοικισμοί ήταν παλιότερα ή σε ψηλώματα (αμφιθεατρικοί) ή σε κρυμμένες κοιλάδες. Μελετάται στις περιπτώσεις αυτές, αν το χωριό είναι δίλοφο ή διπλευρικό. Επίσης, αν είναι παράλιο, μεσόγειο ή ορεινό. Και γενικά, ποιος είναι ο προσανατολισμός και η γεωγραφική του θέση.

Λέχοβο Καστοριάς

2. Κλίμα, έδαφος, υψόμετρο, νερά, καλλιέργειες ·απαραίτητο πλαισίωμα στην περιγραφή μας, που οδηγεί και σε συμπεράσματα, αν το χωριό είναι γεωργικό ή κτηνοτροφικό, παραγωγικό ή άγονο, πράσινο ή ξερό, λιθόκτιστο ή από ξενόφερτα υλικά.

Μέτσοβο Ηπείρου

3. Εσωτερική σύνθεση του χωριού η οποία περιλαμβάνει τα κεντρικά κτίρια όπως η εκκλησία, το σχολείο, τα Κοινοτικά γραφεία, η βρύση, τα καφενεία, η αγορά, το «μεϊντάνι» με τα μαγαζάκια και τα χοροστάσια. Οι γειτονιές με τους χαρακτηριστικούς δρόμους, το κοιμητήριο, οι δρόμοι εξόδου.


Το Δημοτικό Σχολείο Ριζοβουνίου Πρεβέζης

4. Ιστορικά του χωριού, όνομα και ετυμολογία, χρονολογία κτισίματος, περιπέτειες, σύγχρονες συνθήκες.

Η πέτρινη καμάρα της Μπαμπαλίνας Τρικάλων

Οικιστική μελέτη του σπιτιού

1. Περιγραφή του εξωτερικού χώρου, της γειτονιάς, του εδάφους και της έκτασης του οικοπέδου (ξερότοπος, βλάστηση, απάνω γειτονιές, επικλινές έδαφος, ξάγναντο ή γούπατο).


Κατοικία Ηπείρου

2. Εξωτερική μορφή του σπιτιού. Μονώροφο, διώροφο, πλατυμέτωπο, στενομέτωπο, γωνιόστεγο (δίρριχτο και με αέτωμα), με επίκλινη στέγη (μονόριχτο), επιπεδόστεγο (ταράτσα), πυραμιδόστεγο ή καμπυλόστεγο. Πολυπαράθυρο ή τυφλό. Απλό ή πολυσύνθετο (με χαγιάτια, πτερύγια κτλ.). Χρώματα που κυριαρχούν. Τυχόν επιγραφές ή σήματα και χρονολογίες.

 Διώροφη οικία Καλάνδρας Χαλκιδικής

3. Υλικά οικοδομίας. Τοιχοποιία, ξυλοδομικά εξαρτήματα, στέγη (κεραμίδια, πλάκες, δὠμα από πηλό, κλαδιά ή τσιμέντο). Εδώ μπορούν να ζητηθούν και τα έθιμα χτισίματος, στα θεμελιώματα (σφάξιμο κοκκόρου, αγιασμοί κτλ.) και στη σκεπή (μαντηλώματα).

4.  Αρχιτεκτονικός τύπος του σπιτιού (τοπικός ή πανελλήνιος) και γενική αισθητική. Εκτίμηση των ιδιοτυπιών και εμπνεύσεων. Αισθητική της προσαρμογής στο περιβάλλον. Ψεκτά σημεία επίσης. 

Παραδοσιακή αρχιτεκτονική Κρανέας Ελασσόνας

5. Εσωτερική διαίρεση του σπιτιού (κάτοψη & τομή). Δωμάτια και χώροι (και τρόποι) οικογενειακής ζωής, για το αντρόγυνο, για τα παιδιά, για τους γέρους, για τους ξένους. Φροντίδες προσανατολισμού και υγιεινής. Πρακτικά διδάγματα, αλλά και άγνοιες. Χρώματα και διακόσμηση, θέση της εστίας και καπνοδόχος. 

6. Έπιπλα & σκεύη. Εντοιχισμένα και κινητά έπιπλα της λαϊκής κατοικίας. Τόποι κατασκευής ή   αγοράς. Οι ντόπιοι επιπλοποιοί. Τα αρμάρια τροφίμων, οι παλιές κασέλες, το εικονοστάσι. Μεταγενέστερες αστικές εξελίξεις. Τα σκεύη (αγγεία) του μαγειρειού, της τραπεζαρίας, του νοικοκυριού (νερό, πλύσιμο) και της φιλοξενίας (δίσκοι, σερβίτσια κτλ.). Η εσωτερική ατμόσφαιρα και εμφάνιση του σπιτιού είναι η ζωντανότερη πλευρά της ελληνικής κατοικίας, επειδή δείχνει τις οικονομικές συνθήκες της οικογένειας, την προσωπικότητα της νοικοκυράς, την πολιτιστική διάθεση για βελτίωση, και το πνεύμα της φιλοξενίας. 

7. Αυλή & κήπος: Τα χτισίματα της αυλής, φούρνος, μαγειρειό, στάβλοι, αχερώνας, κοτέτσι ή περιστερώνας κτλ. Το πηγάδι και η στέρνα, τρόποι για την άντληση του νερού. Η κεντρική και η δευτερεύουσα πόρτα με την αρχιτεκτονική της στέγης τους. Χτυπητήρια ή κουδούνια για ειδοποίηση. Ασφαλιστικά σύνεργα. Η μάντρα ή ο φράχτης, μικροεμπόδια για τους κλέφτες. Δέντρα και καλλιέργειες. Σπιτική ανθοκομία και γλάστρες ή αρτάνες. 

8. Ιδιόρρυθμες αγροτικές κατοικίες: Καλύβες πέτρινες ή δεντρόκλαδες, στάνες και στρούγγες, τσαρδάκια, λιμναίες καλαμωτές κατοικίες κ.α.


Στάνες Σαρακατσαναίων

Η μελέτη της ελληνικής κατοικίας, ιδιαίτερα στην παραδοσιακή της μορφή, είναι έργο εθνικό, όσο εθνικός ήταν πάντα και ο ρόλος του ελληνικού σπιτιού, που στέγασε με συνεχή εξέλιξη την πρώτη γέννηση, τα παιδικά χρόνια, την οικογενειακή τιμή, τον γάμο, τις χαρές και τις λύπες, τον ειρηνικό θάνατο, την φτώχεια ή τον πλούτο, αλλά και την αξιοπρέπεια και την ελευθερία του κάθε Έλληνα.

Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2015

Ὀρφικὸς Ὕμνος Ὑγείας


Hygeia, Goddess of Health - Peter Paul Rubens

θυμίαμα μάνναν 

Ἱμερόεσσ', ἐρατή, πολυθάλμιε, παμβασίλεια, 
κλῦθι, μάκαιρ' Ὑγίεια, φερόλβιε, μῆτερ ἁπάντων 
ἐκ σέο γὰρ νοῦσοι μὲν ἀποφθινύθουσι βροτοῖσι, 
πᾶς δὲ δόμος θάλλει πολυγηθὴς εἵνεκα σεῖο, 
καὶ τέχναι βρίθουσιἦ ποθεῖ δέ σε κόσμος, ἄνασσα, 
μοῦνος δὲ στυγέει σ' Ἀίδης ψυχοφθόρος αἰεί, 
ἀιθαλής, εὐκταιοτάτη, θνητῶν ἀνάπαυμα 
σοῦ γὰρ ἄτερ πάντ' ἐστὶν ἀνωφελῆ ἀνθρώποισιν 
 οὔτε γὰρ ὀλβοδότης πλοῦτος γλυκερὸς θαλίηισιν, 
οὔτε γέρων πολύμοχθος ἄτερ σέο γίγνεται ἀνήρ 
πάντων γὰρ κρατέεις μούνη καὶ πᾶσιν ἀνάσσεις. 
ἀλλά, θεά, μόλε μυστιπόλοις ἐπιτάρροθος αἰεὶ 
ῥυομένη νούσων χαλεπῶν κακόποτμον ἀνίην. 


Μετάφραση 

Σύ ή περιπόθητη η αξιέραστη που ζωογονείς τα πάντα, ή βασίλισσα των πάντων,
άκουσε με ώ μακαρία Υγεία, πού φέρεις την εύτυχίαν και είσαι ή μητέρα όλων
διότι από σένα από το ένα μέρος καταστρέφονται αι ασθένειαι των ανθρώπων,
και από τα άλλο μέρος κάθε σπίτι πάλιν εξ αίτιας σου (όταν έχη υγείαν)
ανθοφορεί γεμάτο από χαρά, και αι τέχναι ακμάζουν.
Και σε ποθεί ό κόσμος, ώ βασίλισσα,
καί μόνον ο Αδης οέ μισεί ο πάντοτε θανατηφόρος.
Είσαι πάντοτε θαλερά, σε σένα περισσότερο από όλους απευθύνομεν τις ευχές μας
είσαι η ανακούφισις των ανθρώπων διότι χωρίς εσένα όλα είναι ανωφελή εις τους ανθρώπους
διότι ούτε ο Πλούτος, πού μας δίδει τα αγαθά, είναι γλυκός κατά τα συμπόσια,
ούτε ο ανήρ γίνεται γέρων, που εμόχθησε πολύ χωρίς εσένα
διότι μόνη εσύ κυριαρχείς των πάντων, και βασιλεύεις εις όλα.
Αλλά ώ θεά έλα εις τους μύστας πάντοτε βοηθός,
καί σώζε μας από την κακότυχη ανία των φοβερών ασθενειών.

Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2015

Οι παραδόσεις




Παραδόσεις ή θρύλοι λέγονται οι φανταστικές διηγήσεις που πλάθει ο λαός, με βάση τις δοξασίες του για ορισμένους τόπους και όντα, και που τις πιστεύει για αληθινές ·η λέξη «παράδοση» δεν έχει εδώ την έννοια του κληρονομημένου εθίμου, αλλά της κληρονομημένης ιστορίας ή ερμηνείας ενός φαινομένου.

Η παράδοση - θρύλος διαφέρει από το παραμύθι στο ότι είναι δεμένη με τον τόπο ή τα όντα που την θυμίζουν και αναπλάσσεται σαν αυτοτελές επεισόδιο. Ο αφηγητής είναι ελεύθερος στην διατύπωση, αλλά δεσμευμένος από την δοξασία και την κληρονομημένη αιτιότητα των γεγονότων.

Οι παραδόσεις - θρύλοι του κάθε τόπου πηγάζουν από την ιστορία, την γεωγραφία, το κλίμα και τις δεισιδαιμονίες του. Γι' αυτό και καθρεφτίζουν τις εθνικές ιδιοτυπίες του, την ψυχοσύνθεση, τα φυσικά αντικρίσματα και την πνευματικότητά του. Οι παραδόσεις μαρτυρούν για ένα λαό, αν είναι ποιητικός, αν είναι γενναίος, αν έζησε με περιπέτειες, αν είναι ευφάνταστος, αν η γη του είναι πλούσια σε αφορμές συγκινήσεων και συναισθημάτων ·οι βόρειοι λαοί έχουν θρύλους του δάσους, οι νότιοι της θάλασσας κ.ο.κ.

Η αρχαία ελληνική Μυθολογία είναι φιλολογία παραδόσεων και θρύλων, που ξεκίνησαν από την φυσική λατρεία κι ύστερα ενέπνευσαν την θρησκεία και την τέχνη της κλασικής εποχής. Η σημερινή «μυθολογία» των νεοελληνικών θρύλων (παραδοσιακή συνέχεια αλλά και νέα δημιουργία) μπορεί επίσης να εμπνέει την τέχνη μας, ιδιαίτερα την λογοτεχνία, τις εικαστικές τέχνες και τον χορό.

Χωρισμό των νεοελληνικών  παραδόσεων σε κατηγορίες έχει κάνει ο Νικόλαος Πολίτης στην μεγάλη συλλογή των κειμένων του, με τίτλο Παραδόσεις.

Εκεί βρίσκει κανείς 39 είδη παραδόσεων, με τους εξής χαρακτηρισμούς στην σειρά: 1) Παλιές ιστορίες, 2) Η Πόλη και η Αγιά Σοφιά, 3) Χώρες και τόποι, 4) Βουλιαγμένοι τόποι και πολιτείες, 5) Βασιλιάδες, ρηγάδες και βασιλόπουλα, 6) Έλληνες, γίγαντες και αντρειωμένοι, 7) Αρχαία κτίρια και μάρμαρα, 8) Αρχαίοι θεοί και ήρωες, 9) ο Χριστός και τα Πάθη του, 10) Άγιοι, 11) Εκκλησίες, 12) Ο ουρανός, τ' άστρα κι η γη, 13) Οι καιροί, 14) Μαρμαρώματα, 15) Φυτά, 16) Ζώα, 17) Θηρία, 18) Δράκοντες και όφεις, 19) Δράκοι, 20) Θησαυροί και αράπηδες, 21) Στοιχειά και στοιχειωμένοι τόποι, 22) Στοιχειά της θάλασσας, 23) Χαμοδράκια, 24) Καλλικάντζαροι, 25) Ανασκελάδες, 26) Νεράιδες, 27) Λάμιες, 28) Στρίγγλες, 29) Ημέρες, 30) Μάγοι και μάγισσες, 31) Διάβολος, 32) Φαντάσματα, 33) Βραχνάς, 34) Ασθένειες, 35) Μοίρες και τύχη, 36) Νεκροί και ψυχές, 37) Βρικόλακες, 38) Θάνατος, Χάρος και Κάτω Κόσμος,  39) Αίτια, δηλαδή σοβαρές ή αστείες εξηγήσεις της δημιουργίας όντων και πραγμάτων. 

Παράδοση Ακαρνανίας

Ο Στίλπων Κυριακίδης χωρίζει τα 39 αυτά είδη παραδόσεων σε τέσσερις ομάδες: τις Μυθολογικές, τις Αιτιολογικές, τις Ιστορικές και τις Θρησκευτικές.
Μπορούμε να κάνουμε αναλυτικότερη ενοποίηση, και να κατατάξουμε όλες τις περιπτώσεις παραδόσεων στις εξής κατηγορίες: 

α) Μετεωρολογικές, ο ουρανός και τ' άστρα, οι καιροί κ.τλ.
β) Γεωλογικές, βουλιαγμένοι τόποι, μαρμαρώματα, απόηχοι κ.τλ.
γ) Κοσμογονικές, οι Πρωτόπλαστοι, ο Κατακλυσμός, Γίγαντες, Θηριά, Δράκοι, ζώα, φυτά, ηφαίστεια
δ) Αρχαιολογικές, αρχαία κτίρια, Έλληνες και ανδρειωμένοι, αρχαίοι θεοί και ήρωες, βασιλιάδες και ρηγάδες, κάστρα, αρχαία και μεσαιωνικά ερείπια
ε) Ιστορικές, παλιές ιστορίες, Μαραθώνας, Μεγαλέξανδρος, Διγενής, η Πόλη κι η Αγιά Σοφιά, όνειρα και οπτασίες της σκλαβιάς, ήρωες του '21, ήρωες των έπειτα πολέμων
στ) Στοιχειολατρικές, θησαυροί κι Αράπηδες, στοιχειωμένοι τόποι, στοιχειά της θάλασσας
ζ) Θρησκευτικές, ο Χριστός, οι Άγιοι, εκκλησίες, θαύματα
η) Διαβολικές ή δαιμονικές, ο Διάβολος, Χαμοδράκια, Ανασκελάδες, Καλικάντζαροι, Νεράιδες, Λάμιες, Βραχνάς
θ) Ανθρωποδαιμονικές, Στρίγγλες, Μάγοι και Μάγισσες, περιπλανώμενοι και καταραμένοι
ι) Θεοδαιμονικές, Μοίρες και Τύχη, ημέρες, ασθένειες, στοιχειά εκκλησιών
ια) Νεκροδαιμονικές, φαντάσματα, βρικόλακες, νεκροί και ψυχές, Χάρος και Κάτω κόσμος
ιβ) Αιτιολογικές, φαινόμενα, μήνες, ιδιότητες ζώων, ανθρώπινα έργα

Παράδοση Ακαρνανίας

Η συλλογή των παραδόσεων γίνεται επί τόπου με εκδρομές, πεζοπορίες, επισκέψεις αρχαιολογικών χώρων ή με αφορμή την συζήτηση για παρόμοιους θρύλους κι από άλλους τόπους. Ιδιαίτερα η συστηματική αναζήτηση τοπωνυμίων, με ερωτήματα για την προέλευσή τους, φέρνει στην μνήμη των πληροφορητών ποικίλες παραδόσεις, π.χ.

Εδώ το μέρος το είπανε «Τα δυό αδέλφια», γιατί τ' αρχαία χρόνια μάλωσαν δυό αδέλφια για μια κοπέλα πολύ όμορφη, ποιος θα την πάρει, και σκότωσε το ένα το άλλο. Και πιο κει είναι μια μεγάλη πέτρα, που μένει το αίμα τους και δε φεύγει, ούτε με τον ήλιο ούτε με την βροχή...

Το νησί μας το λένε «Τήνος», γιατί κάποτε πέρασ' από δω ένα καράβι, κι είδαν ξαφνικά το μέρος, που δεν το ήξεραν, κι είπαν: Τίνος είναι τούτο το νησί; Κι οι άλλοι κατάλαβαν «Τήνος».

Την «Καμένη Πλάκα» την είπαν έτσι, γιατί εκεί, σε μιά τρύπα, κρύφτηκε μια γυναίκα από τους Τούρκους. Έτυχε όμως να γνέθει κι έπεσε στο δρόμο το κουβάρι της και ξετυλίχτηκε. Έτσι την βρήκαν οι Τούρκοι και την έκαψαν στην τρύπα της.

Είναι κάτι βράχοι και κάνουν καμάρα, κι από κάτω περνά ο δρόμος. Τη λέμε «Γελλιδοκαμάρα», γιατί βγαίνουν εκεί οι Γελλούδες (ξωτικά). Κάποτε περνώντας μιά γριά από εκεί, μεσημέρι, είδε που χόρευαν έξι κοπέλες. Τις πείραξε η γριά - «Μεσημεριάτικα ήβρατε για χορό;» Αλλά δέχτηκε στο πρόσωπο ένα μπάτσο, που της έμεινε να ' χει στραβωμένο το κεφάλι, ώσπου πέθανε...


(Από το βιβλίο Α. Φλωράκη, Τήνος, Αθήνα, 1971)



Έχει σημασία η πιστή καταγραφή των παραδόσεων από το στόμα λαϊκών τύπων ή των παιδιών· τα παιδιά αποδίδουν με ζωηρότητα τους θρύλους. Τα κείμενα των παραδόσεων συνήθως είναι μικρά, χωρίς λογοτεχνικές περιστροφές και μακρολογίες.

Οι θρύλοι κι οι παραδόσεις είναι πολύτιμα κείμενα για την μελέτη της ψυχογραφίας του Έθνους μας, για την ιχνηλάτηση της τοπικής ιστορίας μας, αλλά και για τον παραδοσιακό ανεφοδιασμό της λογοτεχνίας και της τέχνης μας. Είναι χαρακτηριστικές ιδιαίτερα οι παραδόσεις που συντηρούν αναμφισβήτητα στοιχεία,  στους πυρήνες και στις αφηγήσεις τους, από την αρχαία ελληνική «μυθολογία» και τα λαϊκά παραδοσιακά στοιχεία της επικής, της λυρικής και της δραματικής ποίησης των προγόνων μας.

Όσο προχωρεί ο μηχανικός πολιτισμός, όσο ανοίγονται λεωφορειακοί δρόμοι και πληθαίνουν τα τεχνικά έργα, οι παραδόσεις αυτές εξαφανίζονται, πολύ περισσότερο που λιγοστεύει η πίστη, των ανθρώπων στην αλήθεια και την «σοβαρότητά» τους.  

Χρέος μας όμως είναι η συλλογή τους. Πολλές από τις παλιές εθνικές και τοπικές παραδόσεις στήριξαν την εγρήγορση του Έθνους, ιδιαίτερα όσες διατηρήθηκαν και στην λαϊκή δημοτική ποίηση, στα ιστορικά τραγούδια, στα κλέφτικα, στα ακριτικά και στις παραλογές.



Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2015

Ορφικός Ύμνος Νεφελών




Θυμίαμα σμύρναν 

Ἠέριοι νεφέλαι, καρποτρόφοι, οὐρανόπλαγκτοι, 
ὁμβροτόκοι, πνοιῇσιν ἐλαυνόμεναι κατὰ κόσμον· 
βρονταῖαι, πυρόεσσαι, ἐρίβρομοι, ὑγροκέλευθοι·
ἠέρος ἐν κόλπῳ πάταγον φρικώδε' ἔχουσαι· 
πνεύμασιν ἀντίσπαστοι ἐπιδρομάδην παταγεῦσαι, 
ὑμέας νῦν λίτομαι, δροσοείμονες, εὔπνοοι αὔραις, 
πέμπειν καρποτρόφους ὄμβρους ἐπὶ μητέρα γαῖαν. 


Μετάφραση 

Αέρινες νεφέλες, πού τρέφετε τους καρπούς και περιπλανάσθε εις τον ουρανόν 
γεννήτριες των βροχών, πού οδηγείσθε ανά τον κόσμον με τις πνοές (τα φυσήματα) των ανέμων 
βροντερές, πύρινες, πού φωνάζετε δυνατά και τρέχετε στα νερά και 
δημιουργείτε εις τον κόλπον του αέρος φρικτόν κρότον και ταράσσετε τον 
ουρανόν όταν κινήσθε δρομαίως αντίθετα προς τα πνεύματα (τα 
φυσήματα των ανέμων). 
Έσάς τώρα παρακαλώ, πού έχετε την δροσιά για φόρεμα. 
και πού έρχεσθε με τις ευχάριστες τις αύρες, να στέλλετε στην 
μητέρα γη βροχές, πού τρέφουν τους καρπρoύς. 

Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2015

Νεοκλασσική αρχιτεκτονική στην Αθήνα



Είναι πραγματικά εκπληκτικό πως μπορεί να αλλάξει τόσο ριζικά, μέσα σε μια γενιά, η αρχιτεκτονική και γενικά η μορφή μια πόλεως. Ακόμα περισσότερο μάλιστα, όταν δεν πρόκειται μονάχα για τις νέες οικοδομές που έρχονται να προστεθούν κάθε φορά με την σφραγίδα των αρχιτεκτονικών αντιλήψεων της εποχής, αλλά για την συστηματική κατεδάφιση και ανοικοδόμηση όλων των παλαιότερων κτηρίων που, για εκατό τουλάχιστον χρόνια, έδιναν τον χαρακτήρα της πόλεως στην Αθήνα και στις περισσότερες ανεπτυγμένες πόλεις της Ελλάδος. Κάθε μέρα βλέπουμε να εξαφανίζονται μεγάλα και πολλές φορές μνημειώδη κτήρια, μα και ταπεινά σπιτάκια με την δική τους προσωπικότητα και τις διακριτικές διαστάσεις των κλασσικών αναλογιών, να σαρώνονται όλα χωρίς εξαίρεση και την θέση τους να παίρνουν νέες οικοδομές, με νέα υλικά και με τις σύγχρονες αρχιτεκτονικές αντιλήψεις, αλλά με δυσανάλογα ύψη, που ξεπερνούν τα όρια της κλίμακας της πόλεως και εμποδίζουν την ομαλή λειτουργία της με την συμφόρηση που προκαλούν. Μόνο σε θεομηνία ή σε εχθρική καταστροφή, σαν αυτές που γνώρισε στην μακρά ιστορία της η Αθήνα, θα μπορούσε ο ιστορικός του μέλλοντος να αποδώσει την ξαφνική αυτή η αλλαγή. 


Όπως συμβαίνει με κάθε νέο οικοδομικό υλικό, έτσι και με το τσιμέντο, η χρήση του στην αρχή ήταν περιορισμένη και χρησιμοποιήθηκε μονάχα σε ορισμένα μέρη της οικοδομής. Βασικά όμως οι κατασκευαστικές του δυνατότητες επηρέασαν την μορφολογική εμφάνιση του κτηρίου, με το άκαμπτο και δυσάρεστο σε χρώμα, όταν είναι ορατό, υλικό. Έτσι όλες οι προσπάθειες για την αναβίωση του κλασσικισμού σε μνημειώδη κτήρια στην χώρα μας, στην χρονική περίοδο ανάμεσα στους δύο παγκόσμιους πολέμους, όπου έγινε χρήση του τσιμέντου, απέτυχαν. Παρ' όλη την επένδυση τους με μάρμαρα και την κάλυψη τους με σοβάδες, έδωσαν την πιο ψεύτικη εμφάνιση του νεοκλασσικισμού. Μόνον ύστερα από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο βρήκε το νέο υλικό και στην Ελλάδα την πραγματική του έκφραση, απαλλαγμένο από κακές απομιμήσεις παλιών αρχιτεκτονικών στοιχείων, ελεύθερο να επιδείξει όλες του τις δυνατότητες.

Τώρα όμως που ο κλασσικισμός ανήκει οριστικά πια στο παρελθόν, ξύπνησε και πάλι το ενδιαφέρον μας και η αγάπη μας γι' αυτόν, όχι για να μιμηθούμε ή να συνεχίσουμε την κατασκευή τέτοιων κτηρίων, αλλά για να τα μελετήσουμε και να τα εκτιμήσουμε σωστά, σαν ιστορικά μνημεία μιας περασμένης εποχής, που συνδέεται με την απελευθέρωση και την ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους.

Τα ιδιωτικά σπίτια, και αυτό ισχύει για όλη την Ελλάδα, σιγά-σιγά θα κατεδαφιστούν, αν μάλιστα το επίσημο κράτος δεν φροντίσει για την διατήρηση ορισμένων αντιπροσωπευτικών τύπων. Ας ελπίσουμε, τουλάχιστον πως θα σωθούν τα λίγα, αλλά τόσο εκφραστικά δημόσια κτήρια, σαν λαμπρά δείγματα της αρχιτεκτονικής της περασμένης αυτής εποχής: Το Πανεπιστήμιο, η Ακαδημία, η Βιβλιοθήκη, τα Παλαιά Ανάκτορα, το Ζάππειο, το Πολυτεχνείο κ.α. Τόσο η μνημειακή τους εμφάνιση, όσο και η τελειότητα της επεξεργασίας των αρχιτεκτονικών τους μελών, που μιμούνται αρχαία ελληνικά πρότυπα, θα θυμίζουν στις ερχόμενες γενιές πόσους κόπους, θυσίες, αλλά και πίστη στην ανάδειξη της πρώτης πόλεως της Ελλάδος, προσέφεραν όλοι οι Έλληνες για την μεταμόρφωση μιας ασήμαντης επαρχιακής πόλεως των χρόνων της Τουρκοκρατίας, σε μια πόλη εφάμιλλη των ωραιότερων ευρωπαϊκών και αντάξια της δόξας του ονόματος.

Το κεντρικό κτήριο του Πανεπιστημίου Αθηνών

Αλλά για να εκτιμήσουμε σωστά την προσπάθεια αυτή, θα πρέπει να δούμε σε ποια κατάσταση βρισκόταν η Αθήνα, όταν το 1833 ανακηρύχτηκε πρωτεύουσα.

Το 1821 όλες οι πόλεις της Ελλάδος ξεσηκώνονται η μία ύστερα από την άλλη, για να αποτινάξουν τον τουρκικό ζυγό. Οι Αθηναίοι στις 10 Ιουνίου κυριεύουν το ισχυρό Κάστρο. Μένουν ελεύθεροι τέσσερα χρόνια κι' έχουν να δείξουν μέσα στο σύντομο αυτό χρονικό διάστημα πολλά εκπολιτιστικά έργα και υποδειγματική οργάνωση. Με το τείχος που είχε χτιστεί και την περιέβαλλε από το 1778, η Αθήνα είχε πάρει, ιδίως προς Βορράν, την μεγαλύτερη της έκταση, φτάνοντας ακριβώς τα όρια της αρχαίας πόλεως. Τα σπίτια της πέτρινα, καλοχτισμένα, με τις ωραίες καταπράσινες αυλές τους, έφταναν, σύμφωνα με την απογραφή του 1824, τα 1600, με 9040 κατοίκους, χωρισμένα σε τριάντα πέντε συνοικίες, που καθεμιά είχε την εκκλησία της, απ' όπου έπαιρνε και τ' όνομα της. Μνημεία απ' όλες τις εποχές της αρχαιότητας και του μεσαίωνα, που πολλά σώζονται ακέραια της έδιναν μοναδική γραφικότητα και παρουσίαζαν ανάγλυφη την μακρόχρονη συνεχή ιστορία της. 

Μα η Αθήνα πριν την οριστική της απελευθέρωση ήταν γραφτό να πάθει κι άλλη καταστροφή, ίσως η φοβερότερη απ' όλες. Το 1826 ξαναγυρίζουν οι Τούρκοι με πολύ στρατό και πολιορκούν την πόλη. Οι επιθέσεις είναι τρομακτικές. Εν τούτοις μόνον ύστερα από έναν ολόκληρο χρόνο κατορθώνουν να ξαναπάρουν την Ακρόπολη. Και τότε οι Αθηναίοι ξαναφεύγουν στα πατροπαράδοτα καταφύγια τους, την Αίγινα και την Σαλαμίνα. Στις 3 Φεβρουαρίου του 1830, υπογράφεται στο Λονδίνο το πρωτόκολλο που αναγνωρίζει την Ελλάδα ανεξάρτητο κράτος. Στις 31 Μαρτίου 1833, τρεις μήνες πριν ανακηρυχτεί πρωτεύουσα και λίγο πριν από την άφιξη του Όθωνος, η Αθήνα αποκτά την ελευθερία της, οριστικά αυτή την φορά. Την τραγική  εικόνα που παρουσίαζε ύστερα από τις περιπέτειες του πολέμου περιγράφουν οι ταξιδιώτες της εποχής εκείνης  με τα πιο μελανά χρώματα. Τα αρχαία μνημεία είχαν υποστεί αφάνταστες καταστροφές και τα ερείπια των σπιτιών σχημάτιζαν άμορφους όγκους που σκέπαζαν τους δρόμους. Τίποτα πια δεν θύμιζε την άλλοτε γραφική πόλη.

Το πρώτο σχέδιο των Αθηνών το χρωστούμε σε δύο εμπνευσμένους αρχιτέκτονες, τον Σταμ. Κλεάνθη και τον Eduard Schaubert. Μ' όλες τις ελλείψεις του το σχέδιο αυτό, αν εφαρμοζόταν αμέσως τότε, με τους πλατείς και ελεύθερους για μελλοντική επέκταση δρόμους που προέβλεπε, την διάνοιξη μεγάλων αρτηριών μέσα από την παλιά πόλη, την απαλλοτρίωση μεγάλων εκτάσεων γύρω από την Ακρόπολη για την εκτέλεση ανασκαφών και την αποκάλυψη μέρους της αρχαίας πόλεως, θα αποτελούσε μια σταθερή βάση για μελλοντική εξέλιξη. Ήταν όμως πολύ αργά για μια ριζική αναμόρφωση. Όλοι οι κάτοικοι είχαν ξαναγυρίσει και εγκατασταθεί στα σπίτια τους, αφού τα επισκεύασαν ή τα ξανάχτισαν, κι ακόμα έφταναν κάθε μέρα Έλληνες από το εξωτερικό ή από άλλες πόλεις της Ελλάδος και οικοδομούσαν καινούργια σπίτια, στα κτήματα που αγόραζαν από τους Αθηναίους ή από τους Τούρκους που εγκατέλειπαν την πόλη. Έτσι οι εκτεταμένες απαλλοτριώσεις, που ήταν ανάγκη να γίνουν για την εφαρμογή του σχεδίου, σταμάτησαν από την τρομερή αντίδραση των κατοίκων, που θίγονται τα συμφέροντα τους και που πολλοί θα έμεναν πάλι άστεγοι.

Η πολεοδομική πρόταση των Κλεάνθη-Scahubert (1833)

Την κρίσιμη αυτή στιγμή, για να κατευνασθούν τα πνεύματα, ο πατέρας του Όθωνος Λουδοβίκος της Βαυαρίας στέλνει τον έμπιστο του Leo von Klenze, έναν από τους κορυφαίους αρχιτέκτονες της εποχής, να εξετάσει την κατάσταση και να συντάξει ένα νέο σχέδιο.

Τον Σεπτέμβριο του 1834 γίνεται δεκτό το νέο σχέδιο που στην βάση του δεν διαφέρει πολύ από το πρώτο, αν και για λόγους πολιτικής κάνει ορισμένες τροποποιήσεις.

Το πολεοδομικό σχέδιο του Klenze, 1834

Τότε όμως ένα φοβερό λάθος έρχεται να εμποδίσει την εφαρμογή και αυτού του σχεδίου, λάθος που και σήμερα ακόμα έχει αντίκτυπο στην εξέλιξη της πόλεως. Πριν δηλαδή πραγματοποιηθεί η εφαρμογή του σχεδίου, διατάσσεται βιαστικά η μεταφορά των αρχών από το Ναύπλιο στην Αθήνα, χωρίς να δωθεί ο απαιτούμενος χρόνος για την διάνοιξη των νέων δρόμων και κυρίως  για την ανέγερση των κτηρίων που θα στέγαζαν τις δημόσιες υπηρεσίες. Σε λίγο άρχιζαν να καταφθάνουν στρατιωτικά τμήματα και οι πολιτικές αρχές. Η Κυβέρνηση, για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της στεγάσεως, διατάσσει να νοικιαστούν κατάλληλα κτήρια και να εξωσθούν οι ένορκοι.

Η άφιξη του Όθωνος και η μόνιμη εγκατάστασή του στην Αθήνα έκανε για λίγο τους κατοίκους να ξεχάσουν τις ταλαιπωρίες τους και η ανοικοδόμηση, που είχε σταματήσει, άρχισε πάλι με γοργό ρυθμό. Μεγάλη όμως ήταν η ανησυχία και η αβεβαιότητα για την ανέγερση των δημοσίων κτηρίων και ακόμη περισσότερο για την θέση των Ανακτόρων, που όπως ήταν φυσικό θα επηρέαζαν την δημιουργία του διοικητικού κέντρου της πόλεως. Η πρόταση του Karl Friedrich Schinkel, του μεγάλου δασκάλου και οραματιστή, να χτιστούν επάνω στην Ακρόπολη, δεν βρήκε ευτυχώς καμμιά απήχηση. Το σχέδιο των Κλεάνθη και Schaubert προέβλεπε την ανέγερσή τους στην σημερινή πλατεία Ομόνοιας, απέναντι από την Ακρόπολη και στην κορυφή του μεγάλου τριγώνου που δημιουργούσαν οι τρεις βασικές οδικές αρτηρίες: Ερμού, Πειραιώς, Σταδίου.

Η Ακρόπολις ως Ανάκτορα του Όθωνος (σχέδιο Schinkel)

Ανάμεσα στις τροποποιήσεις του σχεδίου Klenze ήταν και η μεταφορά των Ανακτόρων στην δυτική γωνιά της βάσεως του τριγώνου, στον Κεραμεικό. Τελικά επικράτησε η γνώμη άλλου διακεκριμένου αρχιτέκτονα, του Friedrich von Gaertner, να οικοδομηθούν στην τρίτη γωνιά του τριγώνου, την ανατολική, εκεί όπου και χτίστηκαν, και να δημιουργηθεί μπροστά τους, στον άξονα της οδού Ερμού, η μόνη αξιόλογη πλατεία της πόλεως, η πλατεία Συντάγματος. Πραγματικά η νέα εκλογή της θέσεως ήταν πολύ επιτυχημένη, γιατί με την τοποθέτηση των Ανακτόρων στο υψηλότερο σημείο της πόλεως και την δημιουργία πλάι τους ενός εκτεταμένου κήπου έγινε ολόκληρη η περιοχή αυτή το πιο λαμπρό κομμάτι της Αθήνας.

Σχέδιο των Αθηνών, μετά την επέμβαση του Gaertner (1835)

Μολονότι όλα τα σχέδια τοποθετούσαν τα κτήρια των δημοσίων υπηρεσιών στην γύρω από τα Ανάκτορα περιοχή, για πολλά ακόμα χρόνια όλη η εμπορική, κοινωνική και πολιτική ζωή εξακολουθεί να εκδηλώνεται γύρω από την αγορά της εποχής  της Τουρκοκρατίας. Και η έλλειψη κτηρίων για την στέγαση των διαφόρων υπηρεσιών είχε σαν επακόλουθο να σταματήσουν όλες οι απαλλοτριώσεις γύρω από την Ακρόπολη. Η ωραία ιδέα να παραμείνει ελεύθερο το τμήμα αυτό, δεν μπόρεσε να εφαρμοστεί, όχι μόνο από έλλειψη χρημάτων αλλά και για πρακτικούς λόγους. Μάλιστα, είχε επισημανθεί η δημιουργία, ολόγυρα, μιας ζώνης πρασίνου η οποία θα τόνιζε ακόμα περισσότερο την ομορφιά των αρχαίων μνημείων.

Αντίθετα από την Αθήνα, που η συνεχής ζωή, από τα πανάρχαια χρόνια, είχε επιβάλλει το σχέδιο της, στον Πειραιά, στην Ερέτρια, στην Σπάρτη και στην Ερμούπολη της Σύρου οι αρχιτέκτονες, ελεύθεροι από κάθε δέσμευση, μπόρεσαν να χαράξουν καινούργιες πόλεις με πλατείς και ίσιους δρόμους. Αυτές όμως είναι σπάνιες περιπτώσεις, γιατί όπως η Αθήνα έτσι και οι περισσότερες πόλεις της Ελλάδος διατήρησαν την παλιά τους ρυμοτομία και μόνον επεκτείνοντας τα όρια τους κατόρθωσαν να εφαρμόσουν κανονικότερο σχέδιο. Παράδειγμα η Πάτρα, όπου το νέο της ευρύχωρο και κανονικό σχέδιο το χάραξε το 1828 ο Κερκυραίος μηχανικός Σταμάτιος Βούλγαρης, ο ίδιος που σχεδίασε και την Τρίπολη.


Άποψη του Πειραιά κατά Σ. Χάμιλτον (1856)

Ανάκτορο του Πειραιά

Η ανοικοδόμηση στην Αθήνα προχωρεί τώρα με γοργό ρυθμό. Οι δρόμοι καθαρίζονται από τα ερείπια και, σύμφωνα με τις οικοδομικές γραμμές του νέου σχεδίου, χτίζονται παντού μεγάλα και ωραία σπίτια. Έτσι σε εκείνον που ξαναγυρίζει έπειτα από ένα ή δύο χρόνια, η διαφορά της πόλεως κάνει καταπληκτική εντύπωση.

Τα πρώτα δημόσια κτήρια χτίζονται το 1835 και το 1836 στην οδό Σταδίου, που τότε μόλις αρχίζει να διαμορφώνεται: Το Νομισματοκοπείο, που αφού δέχτηκε πολλές προσθήκες και μεταρρυθμίσεις κατεδαφίστηκε ύστερα από εκατό περίπου χρόνια. Οι Βασιλικοί Στάβλοι στο χώρο όπου το 1928 χτίστηκε το Μετοχικό Ταμείο Στρατού. Το Τυπογραφείο, και αυτό στην οδό Σταδίου, μεταξύ των οδών Σανταρόζα και Αρσάκη, που με πολλές αλλαγές σώζεται και σήμερα.

Παλαιό Εθνικό Τυπογραφείο

Βασιλικό Νομισματοκοπείο & Σφραγιστήριο

Αυτά όμως τα κτήρια δεν είναι από τα πιο χαρακτηριστικά της περιόδου εκείνης. Την εποχή της ανοικοδομήσεως της Αθήνας κυριαρχούσε σε ολόκληρη την Ευρώπη ο Νεοκλασσικισμός και είχε την τύχη η πρωτεύουσα της Ελλάδος στα πρώτα χρόνια της δημιουργίας της να εργαστούν για την ανάδειξη της αρχιτέκτονες από τους πιο διακεκριμένους της εποχής εκείνης: ο Schinkel, ο Klenze, ο Gaertner και οι αδελφοί Hansen. Απ' αυτούς πάλι πρέπει να ξεχωρίσουμε τους δύο πρώτους που κατόρθωσαν, μολονότι κανένα από τα σχέδια τους δεν πραγματοποιήθηκε, να δώσουν το πνεύμα και την κλίμακα για την δημιουργία μιας σύγχρονης ευρωπαϊκής πόλεως.

Από τα κτήρια που σχεδίασε ο Klenze, επί παραδείγματι, και δεν εκτελέστηκαν, είναι το συγκρότημα των Ανακτόρων, που πρότεινε να χτιστούν στον Κεραμεικό, και το Παντεχνείον όπως ονόμαζε το Μουσείο, για την στέγαση των αρχαιολογικών θησαυρών. Μοναδικό δείγμα της αρχιτεκτονικής που έχουμε στην Αθήνα την εκκλησία του Αγίου Διονυσίου των Καθολικών, στην γωνία των οδών Πανεπιστημίου και Ομήρου, αλλαγμένο όμως από τον Λύσανδρο Καυταντζόγλου που ανέλαβε να το χτίσει.  

Καθολικός Ναός Αγίου Διονυσίου

Αλλά και για όλους τους αρχιτέκτονες που έρχονται να εργαστούν στην Ελλάδα, είναι μια αληθινή αποκάλυψη το αντίκρυσμα των αρχαίων μνημείων της. Έχουν την ευκαιρία να θαυμάσουν από κοντά την τελειότητα της επεξεργασίας του μαρμάρου και την καθαρότητα και τον παλμό των διαφόρων κυματίων. Η μελέτη τους αποκαλύπτει σιγά σιγά όλα τα μυστικά της αρχιτεκτονικής των αρχαίων, με τις λανθάνουσες καμπυλότητες και τις αρμονικές αναλογίες, ενώ με κατάπληξη ανακαλύπτουν την γραπτή διακόσμηση επάνω στο μάρμαρο που ως τότε πίστευαν πως παρουσίαζε γυμνή την λευκή του επιφάνεια. Είναι ακριβώς η στιγμή που η Ακρόπολη βρίσκεται στα χέρια των αρχαιολόγων.  Κατεδαφίζονται τα διάφορα μεταγενέστερα προσκτίσματα που σκέπαζαν τα μνημεία, γίνεται γενικός καθαρισμός και αρχίζουν οι πρώτες μεγάλες ανασκαφές. Οι ίδιοι οι αρχιτέκτονες παίρνουν μέρος στις αρχαιολογικές έρευνες και επιχειρούν τις πρώτες αναστηλώσεις των μνημείων. Κι αυτή η συχνή επαφή τους με τα αρχαία πρότυπα τους δίνει την χαρά να εμβαθύνουν στο μεγαλείο του κλασσικού πνεύματος.

Άποψη της Ακροπόλεως γύρω στα 1880

Η αρχιτεκτονική που εφαρμόζουν τώρα στα νέα αθηναϊκά κτήρια είναι ολοφάνερα επηρεασμένη από τα κλασσικά μνημεία. Λείπει η επίδραση και ο φόρτος της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής. Με το ίδιο υλικό, το λευκό μάρμαρο της Πεντέλης, δημιουργούν, όλοι οι αρχιτέκτονες που πέρασαν από εδώ, έναν ελληνικό νεοκλασσικισμό, που τον εφαρμόζουν έπειτα και στα κτήρια της Ευρώπης.

Σε κάθε εποχή μπορεί να βρει κανείς την επίδραση των κλασσικών προτύπων, κυρίως όμως τρεις είναι οι μεγάλοι σταθμοί του κλασσικισμού στην ιστορία της τέχνης.

Ο πρώτος εμφανίζεται στην ρωμαϊκή εποχή και αρχίζει από τα τέλη του 2ου π. Χ. αιώνα με την συστηματική αντιγραφή αρχιτεκτονικών και γλυπτικών έργων των φημισμένων καλλιτεχνών του 5ου και 4ου π. Χ. αιώνα. Γι' αυτό ακόμα και τα πρωτότυπα έργα της εποχής αυτής στην Ελλάδα έχουν επηρεαστεί από την παρουσία των κλασσικών μνημείων και ιδίως τα κτήρια, αντίθετα με το καταθλιπτικό βάρος των μνημείων της Ρώμης, έχουν μια αττική ελαφρότητα και χάρη.

Ο δεύτερος παρουσιάζεται πολλούς αιώνες αργότερα και είναι μια μεγάλη κίνηση στην αρχιτεκτονική της Ευρώπης, που αρχίζει στην Ιταλία με τον Palladio, στα μέσα του 16ου αιώνα και από εκεί εξαπλώνεται στην υπόλοιπη Ευρώπη.

Ίσως όμως η καλύτερη εκδήλωση του κλασσικισμού  στην αρχιτεκτονική είναι η τρίτη εμφάνιση του στην Ευρώπη, ανάμεσα στα 1770 και 1830. Επικρατεί και επιβάλλεται σε μια περίοδο που, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, έχει απομακρυνθεί η τέχνη από το κλασσικό πνεύμα, όταν το Rococo βρίσκεται στην ακμή του.

Η συστηματική μελέτη των μνημείων αρχίζει ακριβώς στα μέσα του 18ου αιώνα. Επιτελεία ολόκληρα από αρχαιολόγους, φιλολόγους και αρχιτέκτονες επισκέπτονται την Ελλάδα και για πολλούς μήνες μελετούν συστηματικά τους αρχαιολογικούς χώρους, κάνουν ανασκαφές και σχεδιάζουν με πολλή προσοχή τα αρχαία μνημεία. Αλλά και μεμονωμένοι ταξιδιώτες, Άγγλοι, Γάλλοι, Γερμανοί, με βαθειά μόρφωση και γνώση των αρχαίων κειμένων, περιηγούνται στην Ελλάδα και με οδηγό τους τον Παυσανία περιγράφουν, σχεδιάζουν και ταυτίζουν τα ερείπια, σε περισπούδαστες μελέτες.  Μέσα σ' αυτό το κλίμα γεννιέται ο νεοκλασσικισμός ή αρχαιολογικός κλασσικισμός, όπως λέγεται, που είναι τώρα περισσότερο αυστηρός και μεθοδικός, γιατί βάση του έχει την αρχαιολογική έρευνα.

Σύγχρονα όμως με την κίνηση αυτή εμφανίζεται και ο ρομαντισμός. Οι αρχιτέκτονες που τον ακολουθούν, υποστηρίζουν τις ιδέες τους με πάθος, πιστεύοντας πως η αρχιτεκτονική δεν πρέπει να δεσμεύεται από τους αυστηρούς κανόνες των κλασσικών αντιλήψεων, αλλά να βασίζεται στο πηγαίο αίσθημα.

Καθαρός διαχωρισμός ανάμεσα στις δύο κινήσεις δεν υπάρχει πριν από την περίοδο 1820-1830. Τότε μόνο ο ρομαντισμός αρχίζει να γίνεται ρυθμός, με πραγματικά προοδευτικές τάσεις και κυριαρχεί στην Ευρώπη ολόκληρο τον 19ο αιώνα. Η περίοδος αυτή του διαχωρισμού των δύο μεγάλων ρευμάτων, του νεοκλασσικισμού και του ρομαντισμού, συμπίπτει χρονικά με την απελευθέρωση της Ελλάδος και με την εποχή που καλούνται δικοί μας και ξένοι αρχιτέκτονες για να χτίσουν την πρωτεύουσα και τις άλλες ελληνικές πόλεις.

Από τα πιο αντιπροσωπευτικά κτήρια της πρώτης αυτής περιόδου, σε καθαρό κλασσικό ρυθμό, είναι: το Πανεπιστήμιο, που έχτισε ο Christian Hansen και τα Ανάκτορα του Friedrich von Gaertner.

Από τους Έλληνες αρχιτέκτονες που έπαιξαν μεγάλο ρόλο στην ανοικοδόμηση των Αθηνών είναι ο Σταμάτιος Κλεάνθης και ο Λύσανδρος Καυταντζόγλου, που σπούδασαν αρχιτεκτονική, ο πρώτος στο Βερολίνο και ο δεύτερος στην Ρώμη.

Ο Σταμάτιος Κλεάνθης, καθαρά ρομαντικός, εκτός από το σχέδιο της πόλεως των Αθηνών, μας άφησε και θαυμάσια δείγματα της αρχιτεκτονικής του, όπως τα Παλάτια της Δουκίσσης της Πλακεντίας, με στοιχεία βυζαντινά και γοτθικά, και το μέγαρο του Αμβροσίου Ράλλη, στην πλατεία Κλαυθμώνος, με στοιχεία κλασσικά. Αυτό χτίστηκε το 1834 και δυστυχώς κατεδαφίστηκε το 1937, όπως και τόσα άλλα αρχιτεκτονικά αριστουργήματα της οθωνικής περιόδου.

Μέγαρο της Δουκίσσης της Πλακεντίας

Ο Λύσανδρος Καυταντζόγλου φτάνει στην Αθήνα το 1838 και παρουσιάζει αμέσως σχέδια και αρχιτεκτονικές του μελέτες σε μια έκθεση που οργανώνει μέσα στο Θησείο. Οι εφημερίδες της εποχής εκφράζονται με θαυμασμό για τις σπουδές και το έργο του και περιγράφουν λεπτομερώς τα σχέδιά του. Ανάμεσα σε αυτά ήταν του μνημείου των Ηρώων του 1821, που σχεδίασε σύμφωνα με επιθυμία του κυβερνήτη Καποδίστρια. Από τα καλύτερα έργα του στην Αθήνα είναι το Αρσάκειο, το Τοσίτσειο και το Πολυτεχνείο. Έχτισε ακόμα πολλές εκκλησίες και, όπως φαίνεται από τα σχέδια του που σώθηκαν, ένα μεγάλο αριθμό σπιτιών.

Πολυτεχνείο, σε σχέδιο Λ. Καυταντζόγλου

Το μέγαρο του Αρσακείου Παρθεναγωγείου

Ένας σπουδαίος συντελεστής για την ανάδειξη της πρωτεύουσας του νεοσύστατου κράτους και την δημιουργία ενός καθαρά νεοκλασσικού ελληνικού ρυθμού είναι η παρουσία του Theophil von Hansen στην Αθήνα, όπου με μερικές διακοπές, από το 1838, εργάστηκε πενήντα ολόκληρα χρόνια. Μεγάλος καλλιτέχνης, προικισμένος με εξαιρετικά χαρίσματα, στην Βιέννη όπου εργάστηκε είχε αποκτήσει ενθουσιώδεις φίλους και θαυμαστές, και όχι μόνο οι αρχιτέκτονες, μα και οι ζωγράφοι και οι γλύπτες τον θεωρούσαν πνευματικό τους αρχηγό. Με πάθος αφοσιώθηκε στην μελέτη και σχεδίαση των αρχαίων μνημείων· οι μελέτες και οι λύσεις που έδωσε τα κτήρια του, δεν είχαν για πρότυπο τους τον απόλυτα συμμετρικό αρχαίο ναό, που συνήθως έχουν σαν μέτρο του κλασσικού ιδεώδους, αλλά τα Προπύλαια και το Ερέχθειο, έτσι όπως τα συνέλαβε και τα εξετέλεσε με πρωτότυπες και ελεύθερες λύσεις η μεγαλοφυΐα του Μνησικλή και του Καλλικράτη.

Τα Προπύλαια της Ακροπόλεως

Από τα έργα της πρώτης περιόδου του Theophil von Hansen είναι το Αστεροσκοπείο, στην κορυφή του λόφου των Μουσών, και το Μέγαρο  του Αντωνίου Δημητρίου, στην πλατεία Συντάγματος, το οποίο αφού για πολλά χρόνια χρησιμοποιήθηκε ωε ξενοδοχείο της "Μεγάλης Βρετανίας", κατεδαφίστηκε το 1958.

Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών

Μια μεγάλη αποκάλυψη για τον κλασσικιστή αρχιτέκτονα ήταν ακόμα και η βυζαντινή αρχιτεκτονική, που είχε την ευκαιρία να γνωρίσει από τα εκκλησάκια των Αθηνών και της γύρω περιοχής. Η πολύχρωμη εντύπωση αυτών των μικρών αριστουργημάτων είχε μεγάλη επίδραση στα μεταγενέστερα κτήρια του, που την βλέπουμε στο Οφθαλμιατρείο και στο "Βασιλικό Φαρμακείο", όπως ονόμαζαν τότε την Στρατιωτική Φαρμακαποθήκη.

Το Οφθαλμιατρείο, 1847

Άποψη των ανακτόρων με την Στρατιωτική Φαρμακαποθήκη

Από τα καλύτερα όμως έργα του είναι η Σιναία Ακαδημία σε ιωνικό ρυθμό και η Βαλλιάνειος Βιβλιοθήκη σε δωρικό, όπου είχε την ευκαιρία να δείξει όλες του τις ικανότητες. Τα δύο αυτά κτήρια μαζί με το Πανεπιστήμιο, που αποτελούν την "Αθηναϊκή Τριλογία", παρουσιάζουν ένα ολοκληρωμένο αρμονικό σύνολο, που είναι χωρίς αμφιβολία ένα από τα πιο επιτυχημένα δημιουργήματα όλων των περιόδων του κλασσικισμού.

Βαλλιάνειος - Εθνική Βιβλιοθήκη, 1887

Ακαδημία Αθηνών

Ο Hansen προσφέρει παντού πρόθυμα την συνεργασία του για την τελειωτική μορφή των μεγάλων κτηρίων όπως λ. χ. του Αρχαιολογικού Μουσείου, του Ζαππείου κ.α. Στο τελευταίο μάλιστα, με την προσθήκη του ωραίου κορινθιακού προπύλου και την τέλεια απόδοση των κιονοκράνων, που είναι πιστά αντίγραφα των κιονοκράνων του χορηγικού μνημείου του Λυσικράτους, είχε την ευκαιρία να δείξει με πόση ευχέρεια δούλευε όλους τους αρχαίους ρυθμούς. Από τα έργα του όμως που περισσότερο αγάπησε, αλλά είχαν την ατυχία να μην πραγματοποιηθούν, είναι το Αρχαιολογικό Μουσείο που πρότεινε να χτιστεί στη νότια πλευρά τη Ακροπόλεως, και τα Ανάκτορα του Βασιλέως Γεωργίου του Α' που τα τοποθετούσε στον Πειραιά. Οι μελέτες του αυτές ήταν και η τελευταία του προσφορά προς την αγαπημένη του Αττική, γιατί ύστερα από δύο χρόνια, το 1891, πέθανε.

Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο

Ανάκτορα του Βασιλέως Γεωργίου Α' (1889)

Ο Ernst Ziller πάλι ανήκει στους αρχιτέκτονες εκείνους που πραγματικά επέδρασαν στην κτηριολογία και στην οικοδομική, με την δημιουργία μιας αρκετά φορτωμένης νεοκλασσικής αναγεννήσεως με ρωμαϊκά στοιχεία. Στην Αθήνα ο Ziller έρχεται το 1860 ως βοηθός του Theophil von Hansen και αμέσως αναλαμβάνει την επίβλεψη των έργων του. Από το 1870 όμως παίρνει και δικές του δουλειές  και, ως τον θάνατο του, το 1923, χτίζει μια σειρά από ιδιωτικά και δημόσια κτήρια στην Αθήνα και σε πολλές επαρχιακές πόλεις: Ανάκτορα, δημαρχεία, δικαστήρια, θέατρα, μουσεία, μνημεία τάφων και έναν εκπληκτικά μεγάλο αριθμό σπιτιών. Συγχρόνως, δεν παραλείπει να ασχολείται με την αρχαιολογία, να συνεργάζεται σε ανασκαφές και να γράφει σημαντικές αρχαιολογικές μελέτες.

Το Μέγαρο Schliemann (Ιλίου Μέλαθρον), 1878

Από το έργο του, με όλο τους το διακοσμητικό φόρτο, δεν λείπει η καλαισθησία και οι ωραίες αναλογίες. Γι' αυτό κατορθώνουν να επιβληθούν και, το κυριότερο, να διατηρήσουν στην Ελλάδα ως τις αρχές του 20ου αιώνα αμείωτο το ενδιαφέρον του κλασσικισμού.

Το Μέγαρο Μελά, έργο του Ernst Ziller (1874)

Παράλληλα και οι Έλληνες αρχιτέκτονες εξακολουθούν να χτίζουν με την καθιερωμένη απλότητα του ελληνικού νεοκλασσικισμού και ρομαντισμού.

Έτσι όλα τα κτήρια της περιόδου αυτής, είτε με απλές  επιφάνειες στην πρόσοψη είτε με πλούσια διακόσμηση, διατηρούν την αληθινή τους οικοδομική έκφραση. Παντού υπάρχει η πέτρινη ή μαρμάρινη βάση του κτηρίου, τα ατόφια μαρμάρινα σκαλοπάτια και οι "πορτοσιές", όπως και τα μπαλκόνια με τα τόσο διακοσμητικά "φορούσια" Εκείνο όμως που χαρακτηρίζει τα αθηναϊκά κτήρια, ακόμα και τα πιο φτωχικά σπιτάκια, είναι οι τόσο διακοσμητικοί ανθεμωτοί  πήλινοι ακροκέραμοι, που σαν γιρλάντα στεφανώνουν την πρόσοψη τους.

Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί, ότι σ' όλο αυτό το διάστημα των εκατό περίπου χρόνων, που επικρατούσε η νεοκλασσική αρχιτεκτονική, δεν έπαψε παράλληλα και η πηγαία λαϊκή δημιουργία που συνέχισε την παράδοση του παλιού απέριττου και τόσο γραφικού αθηναϊκού σπιτιού.

Τα πολύτιμα αυτά δημιουργήματα, που αντιπροσωπεύουν την αληθινή κτηριολογία, όπως την επιβάλλουν το κλίμα και οι πρακτικές ανάγκες της ζωής των κατοίκων, κίνησαν το ενδιαφέρον του συναδέλφου του κ. Άρη Κωνσταντινίδη, που τα παρουσίασε σε μια ωραία μελέτη του το 1934 με δικά του σχέδια και φωτογραφίες.

Στην παρούσα ανάρτηση έχουμε εστιάσει στην πόλη των Αθηνών, όχι μόνο γιατί η αρχιτεκτονική στην επαρχία αντέγραφε τα αθηναϊκά πρότυπα, αλλά και γιατί οι αρχιτέκτονες που εργάστηκαν στην πρωτεύουσα είναι τις περισσότερες φορές οι δημιουργοί των επαρχιακών πόλεων. Άλλωστε η Αθήνα ήταν το μεγάλο σχολειό των μαστόρων, που έμαθαν την τέχνη τους στην αρχή δουλεύοντας κοντά σε Ιταλούς και Βαυαρούς τεχνίτες, έπειτα σε ειδικές σχολές, όπου δίδαξαν ονομαστοί Έλληνες και ξένοι αρχιτέκτονες. Εργατικοί και με έμφυτη δεξιοτεχνία και περήφανοι για τους προγόνους τους, που δημιούργησαν τόσα αριστουργήματα, έγιναν οι ίδιοι άριστοι τεχνίτες, και δούλεψαν την πέτρα, το μάρμαρο, το ξύλο και το μέταλλο με θαυμαστό τρόπο.

Η Αθήνα, με την λαμπρή ιστορία και τα αρχαία μνημεία της, είχε την τύχη να κινήσει από νωρίς το ενδιαφέρον πολλών μελετητών. Άπειρες πληροφορίες υπάρχουν στις εφημερίδες της εποχής και σε δημόσια έγγραφα, καθώς και παλιές απεικονίσεις και φωτογραφίες μαζί με περιγραφές ξένων και Ελλήνων επιστημόνων. Οι σπουδαιότερες όμως εργασίες πάνω στην πρόσφατη ιστορία της πόλεως, από την απελευθέρωση ως σήμερα, είναι οι μελέτες του αρχιτέκτονος πολεοδόμου κ. Κώστα Μπίρη, που με τις ζωντανές περιγραφές τους και την βαθειά γνώση του θέματος, εκίνησαν το γενικό ενδιαφέρον και την αγάπη του κόσμου για την Αθήνα και τα νεώτερα μνημεία της.


Πρόσοψη των Ανακτόρων πριν το 1864



Οδός Πανεπιστημίου

Οδός Ερμού, 1896

Οδός Φιλελλήνων, 1894

Οδός Κοραή, 1890

Νεοκλασική διώροφη κατοικία, 1862

Ζάππειο Μέγαρο, 1874

Το Βασιλικό Θέατρο, 1895

Άποψη των Αθηνών περί τα 1900